Πέμπτη 23 Απριλίου 2020

Η Συνάντηση

Είναι Πέμπτη 18 Μαΐου 1922 και λίγο μετά τις έξι το απόγευμα ένας άντρας περνά το κατώφλι του ξενοδοχείου Μαζεστίκ στο Παρίσι. Είναι γύρω στα σαράντα, ψηλός  με μαύρα μαλλιά και μουστάκι. Φορά καπέλο, σκούρο σακάκι με γιλέκο και γκρίζο παντελόνι. Δείχνει αφηρημένος στις σκέψεις του. ‘’Ω  Νόρα! Εσύ λατρεία της καρδιάς μου… Τις κόκκινες  μπούκλες των μαλλιών σου αναπνέω...’’ Κατευθύνεται στο σαλόνι ή έτσι νομίζει…
- Στραβομάρα! Πρόσεχε λίγο ανάγωγε! Με ξενύχιασες! Κάνει έξαλλα ένας ευτραφής κύριος με σμόκιν  γύρω στα εξήντα.
Ο ψηλός άντρας δεν του δίνει σημασία και συνεχίζει σαν να μην συνέβη τίποτα . ’’Θα σε αγκαλιάσω με τόση δύναμη μέχρι τα κορμί σου να λιώσει στα χέρια μου…’’
- Κύριε τι ψάχνετε; τον προσγειώνει στην πραγματικότητα ο μετρ του ξενοδοχείου Πιερ Λακρός. Στέκεται μπροστά του. Είναι πιο κοντός, πιο χοντρός και έχει φακίδες στο πρόσωπο.
- Έχω έρθει για το δείπνο! Κάνει εκείνος
- Το δείπνο είναι στις 9. Είναι νωρίς ακόμα!
- Θα περιμένω στο μπαρ τότε!
- Κύριε το σημερινό δείπνο επιβάλλει σμόκιν για τους άντρες και βραδινή τουαλέτα για τις κυρίες.     Λυπάμαι αλλά δεν μπορώ να σας επιτρέψω την είσοδο με αυτήν την αμφίεση.

Πέμπτη 9 Απριλίου 2020

Η καραντίνα

Τράβηξε το καζανάκι και έπλυνε σχολαστικά τα χέρια του. Κοίταξε το είδωλο του  στον καθρέφτη. «Τα χάλια σου έχεις πάλι!» μονολόγησε. Σήμερα έκλεινε 90 μέρες μέσα στο σπίτι. Έκλεισε το φως στην τουαλέτα και πήγε στην κουζίνα. Έβαλε το μπρίκι στη φωτιά και έψησε καφέ. Έβαλε το ράδιο να παίζει και βγήκε στο μπαλκόνι.
- Καλημέρα Χαρίλαε! Πως είσαι σήμερα; τον ρώτησε  ο γείτονας. Ήταν με την φόρμα και έκανε διατάσεις.
- Όπως και χθες! Του απάντησε χωρίς να τον κοιτάξει.
- Έλα Χαρίλαε μην χάνεις την αισιοδοξία σου! Όλα θα πάνε καλά….
- Που τα βλέπεις τα καλά;
- Ψώνισες;
- Βγήκα χθες.
- Χθες δεν ψώνιζε το Γιώτα. Εσύ Χαρίλαε είσαι Κάπα…
- Ξέρεις πολλούς που το επίθετο τους να αρχίζει από Γιώτα;
- Και βάλανε και τους Κάπα… Καλή φάση! Τι πήρες;
- Πήρα ότι λέει το δελτίο…
- Το δελτίο λέει τα βασικά!
- Τα βασικά πήρα. Ξεφορτώσουμε!
- Καλά μην αρπάζεσαι. Τι θα φτιάξεις σήμερα!
- Ρύζι.
- Εγώ έλεγα να φτιάξω φακές. Μήπως σου περισσεύει λίγο δάφνη;
- Σώπασε!...Έκτακτο δελτίο!

Τετάρτη 2 Ιανουαρίου 2019

Ανείπωτη Ιστορία


Σκούπισε με μαντίλι το σκαμμένο του μέτωπο και έσιαξε την χωρίστρα που τό κρυβε. Δύο καστανές κουμπότρυπες, πίσω από δυο στρογγυλούς θολωμένους φακούς, αλληθώριζαν ελαφρώς. Το δεξί του χέρι, το είχε σταυρώσει στην κοιλιά και με το αριστερό ακουμπούσε τα αφυδατωμένα του χείλη. Τον άκουγε με προσοχή ενώ παράλληλα το πίσω μέρος του μυαλού του ταξίδευε. Δεν μπορούσε να το χωνέψει πως είχε μπλέξει σε αυτή την ιστορία. Ήταν σίγουρος ότι ο Αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπουρυ - αυτή η ξεμωραμένη κωλοτρυπίδα - είχε βάλει το χεράκι του για να τον απομακρύνει από την ανιψιά του, Ρόζμαρυ. Αυτό το ξανθό μπουμπούκι με τα ροδομάγουλα και την
κατάλευκη επιδερμίδα, που για ν' ανοίξει τα πέταλά του, ήθελε ένα καλό πότισμα. Την είχε γνωρίσει στον ετήσιο χορό της Σκότλαντ Γιαρντ πριν μερικές εβδομάδες και την είχε βάλει στο μάτι. Ήταν σίγουρος πως αν έμενε λίγες μέρες ακόμα στο Λονδίνο θα κατάφερνε να την ξελογιάσει και να την ρίξει στο κρεβάτι. Δεν την είχε ερωτευτεί. Γι' αυτό ήταν βέβαιος. Οι γυναίκες γι' αυτόν αποτελούσαν σκαλιά προς την υπέρτατη ηδονή. Καθώς όμως τα ανέβαινε ένα ένα, αντί να φτάνει σε αυτήν την ευχαρίστηση, απομακρύνονταν ολοένα από αυτή. Λαχταρούσε την γυναικεία σάρκα και στράγγιζε τους χυμούς του κορμιού της. Μόλις έφτανε όμως στην κορύφωση αισθάνονταν μια ανυπέρβλητη μοναξιά.

Game Over


Η κρίση μας έσωσε. Τι να λέμε τώρα!
-     Τι νομίζεις πως είναι η ζωή;
-     Επιτραπέζιο ηλεκτρονικό στο καφενείο να  καταπίνει δεκάρικα και να σου χαρίζει εσένα δικαίωμα στην ελπίδα;
-     Στημένος ποδοσφαιρικός αγώνας με κλεμμένη παράταση και κουκουρούκου πέναλτι;
-     Η μήπως καλόμαθες στα δανεικά όνειρα και σού'πεσε βαρύς ο εφιάλτης;
Γιατί αν ήταν ένα, εγώ πάω πάσο και πάμε παρακάτω. Αλλά επειδή σε ξέρω καλά και γνωρίζω πόσο άπληστος είχες γίνει, βάστα εκεί που κάθεσαι και άκου καλά αυτά που θα σου πω..
Ονομάζομαι Ανέστης Πικραμύγδαλος, είμαι 37 χρονών, πτυχιούχος Οικονομικών, με δύο ξένες γλώσσες και τα τελευταία δύο χρόνια - δόξα τω Θεό - είμαι άνεργος. Πριν μείνω χωρίς δουλειά πρόλαβα και έχτισα γύρω μου, μια εικονική πραγματικότητα, ένα ιλουστρασιόν περιτύλιγμα, μια lifestyle κατάσταση. Στέλεχος, μέχρι πρότινος, σε Τράπεζα και με τα εισοδήματα μου ν' αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο εξαιτίας κάποιων σίγουρων πηγών από το Χρηματιστήριο, ζούσα και ξόδευα για το δεύτερο αυτοκίνητο, το τρίτο κινητό, την επόμενη πιστωτική κάρτα χωρίς όριο, τα επώνυμο ρούχα και παπούτσια, τις hi - tech συσκευές ήχου και εικόνας και το πρώτο τραπέζι πίστα. Όλα έμοιαζαν με μια παρατεταμένη κακομαθημένη εφηβεία δίχως τέλος.. Κάπου εκεί, μπήκε στην ζωή μου η Χρύσα, παιδί βορείων προαστίων και η ζωή μου τακίμιασε με την δική της. Ο ψεύτικος τρισδιάστατος κόσμος μου άνοιξε μεμιάς και την κατάπιε. Ή μπορεί και να συνέβη το αντίθετο. Τέλος πάντων, σημασία έχει πως ο ένας ερωτεύτηκε την εικόνα του άλλου και μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα βρεθήκαμε παντρεμένοι.

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2014

Το προξενιό


Με φωνάζουν αλλά κάνω πως δεν ακούω. Έχω φτιάξει ένα σπαθί από ξύλο και το κουβαλώ πάντα μαζί μου. Σήμερα είμαι ο Άραμις από τους "Τρεις Σωματοφύλακες". Χθες ήμουν ο Άθως. Με τον Φίλιππα, τον Ηλία και τον Νικόλα αλλάζουμε συνέχεια ρόλους και αυτοσχεδιάζουμε. Πήγε κιόλας μεσημέρι. Δεν θέλω να γυρίσω σπίτι. Με τους φίλους μου δίνω ραντεβού για το απόγευμα και από τα νεύρα μου ξεσπώ σε μια αμυγδαλιά με πράσινους καρπούς. Με το παιδικό φονικό μου όπλο τραυματίζω κάμποσα αμύγδαλα και αφού τα αποτελειώσω με μια πέτρα γεύομαι το καρπό τους. Στην αυλή κάθεται η θεία μου και κεντάει. Πριν μπω μέσα στέκομαι και πλένω τα χέρια μου σε μια παγουρό-βρύση. Είμαι ιδρωμένος και πεινάω.
 
- Λούη θέλω να είσαι φρόνιμος το απόγευμα. Μη μου χαλάσεις το προξενιό με τα καμώματα σου, κάνει χωρίς να πάρει τα μάτια της πάνω από το εργόχειρο.

Στο κατώϊ η γιαγιά μου κοσκινίζει τ' αλεύρι και ετοιμάζεται να ζυμώσει. Θα φτιάξει ψωμί και τηγανό-ψωμα με μέλι και ζάχαρη. Μέχρι να γίνουν παίρνει ένα ξεροκόμματο το βρέχει με νερό, το ραντίζει με λάδι, ρίχνει αλάτι, λίγο ξύδι και το πασπαλίζει με ρίγανη. Το τρώω βιαστικά και πάω και κάθομαι στο μπουχαρί.  Δίπλα μου ο παππούς μου αραχτός, τρίβει το μουστάκι του και το βλέμμα του με αγκαλιάζει. Αυτός το έκαμε το χρέος του. Στο σπιτικό του κάθε καλοκαίρι ανταμώνουν τρεις φαμίλιες. Αυτό το πέτρινο αρχοντικό που τό χτισε σπιθαμή προς σπιθαμή ο προ-πάππους μου  - ένας ημίθεος που έπιανε την πέτρα και την έστιβε -  και το τελειοποίησε ο ίδιος, κάθονται στο μεσημεριάτικο τραπέζι τρεις ολόκληρες γενιές. Αυτός, η γιαγιά μου, τα παιδιά του που καμώνονται για τις οικογένειες τους και τα εγγόνια του που τα μικρότερα χαλούν τον κόσμο με τις φωνές τους - μεταξύ αυτών και γω - και τα μεγαλύτερα ετοιμάζονται για παντρειά.

- Παππού, πες μου το παραμύθι με το τσαμ  κορελάκι? κάνω με λαχτάρα και αυτός φτιάχνει την χωρίστρα πάνω από το σκαμένο με ρυτίδες μέτωπο του και δεν μου χαλάει ποτέ το χατίρι.