Λίγο μετά τις 22:00 χτυπάει το τηλέφωνο στο σπίτι.
- Μωρό? μου κάνει με νάζι η Ελπίδα από την άλλη άκρη της γραμμής. Τάξε μου!
- Τι έγινε? της λέω με απορία μικρού παιδιού.
- Κέρδισα ένα τριήμερο στη Ρώμη για δύο άτομα με όλα τα έξοδα πληρωμένα.
Το μυαλό μου ξεφεύγει.
- Τι λες τώρα?
Αιώνια πόλη. Είχα πάει πριν εφτά χρόνια με τον Άγγελο. Ξεκινήσαμε για Πάτρα και όταν φτάσαμε εκεί μας τη βάρεσε και με το καράβι περάσαμε απέναντι στην Ανκόνα. Από κει μετά οδικώς κάναμε το γύρο της Ιταλίας και καταλήξαμε στη Ρώμη. Εκεί μείναμε δέκα μέρες από δω και από εκεί. Πιάτσα Ναβόνα, Καπέλα Σιξτίνα, Φοντάνα Ντι Τρέβι, Πιάτσα ντελ Πόπολο, άρωμα γνήσιου καφέ, άντρες με στυλ και γυναίκες αιθέριες, έτοιμες να σου δοθούνε αρκεί να ασχοληθείς σοβαρά μαζί τους. Θέλω σα πούστης να ξαναπάω αλλά στην Ελπίδα δεν το δείχνω.
- Καλά να περάσεις, της κάνω με απάθεια.
- Κρύε, εγώ σκέφτηκα εσένα, μου λέει και με στέλνει. Έχεις πάει ?
συνεχίζει.
- Όχι, της απάντω και μουντζώνω τον εαυτό μου στον απέναντι καθρέφτη.
- Ωραία τότε το κανονίζουμε προσεχώς. Που θα με πας σήμερα? μου κάνει
με ζήλο.
- Όπου θέλει το κορίτσι μου, της απαντώ για να πατσίσω τη Ρώμη.
- Το αφήνω σε σένα. Είμαι σίγουρη ότι θα σκεφτείς το καλύτερο, μου λέει
και έτσι κλείνουμε.
Κοιτιέμαι στο καθρέφτη.
- Και τώρα τι κάνουμε χωρίς φράγκο? αναρωτιέμαι.
- Και έχεις ανεβάσει και το πήχη ψηλά με αυτή τη γκόμενα, απαντά το είδωλο
μου.
Δε χάνω τη ψυχραιμία μου όμως και γρήγορα επανακάμπτω. Σχηματίζω στο
καντράν του τηλεφώνου τον αριθμό γνωστού μαγαζιού με mainstream* μουσική
στη Συγγρού και κλείνω τραπέζι για δύο. Με μουσική υπόκρουση το "All I
need" των AIR ντύνομαι αργά. Φοράω υφασμάτινο παντελόνι με δερμάτινο flat
παπούτσι και από πάνω πουκάμισο με λεπτή ρίγα και πατατούκα*. Πίνω στα
πεταχτά μια τεκιλίτσα γιατί νηφάλιος σε τέτοιο μαγαζί δεν τη παλεύω και
γύρω στις 00:00 μου κορνάρει η Ελπίδα να κατέβω. Φτάνουμε στο μαγαζί
μισή ώρα μετά. Απέξω γίνεται χαμός. Σόλο αγόρια τρώνε πόρτα, ζευγαράκια
ξεροσταλιάζουν στην ουρά για τη "γη της επαγγελίας" και βλαχαδερά
αγκαλιά με ξέκωλα πουλάνε μούρη. Πιάνω την Ελπίδα από το χέρι και
κάνοντας ελιγμούς μέσα στο κόσμο κατευθύνομαι προς την είσοδο με μπλαζέ
ύφος. Όταν επιτέλους φθάνω εκεί, ένας αλογομούρης με ενδοσυνεννόηση στο
αφτί και κακό solarium* στη μάπα με σταματά.
- Παρακαλώ? Ο κύριος? μου λέει με αναίδεια.
- Έχω κάνει κράτηση στο όνομα Τσιριμώκος, του απαντώ με άνεση.
Ο τύπος αφού το ταυτοποιεί με τα τεφτέρια του, μας παραδίδει στο μετρ
και αυτός με πολύ τακτ και ευγένεια μας οδηγεί στο τραπέζι μας ενώ το
"Sweet band mix" των Mono στα πικάπ δίνει ρυθμό στη κίνηση μας. Αφού μας
τακτοποιεί, στέκεται διακριτικά περιμένοντας κάτι. Τα αρχίδια μου θα
πάρεις, σκέφτομαι και του απλώνω το χέρι μου για χειραψία. Ο τύπος μένει
μαλάκας, κάνει έναν μορφασμό και φεύγει. Η Ελπίδα που δεν έχει πάρει
χαμπάρι τίποτα και κοιμάται τον ύπνο του δικαίου γυρίζει και μου λέει
- Φανταστικό μαγαζί. Και το τραπέζι πρώτη μούρη. Πως το καταφέρνεις αυτό?
- Ποιο? το παίζω μαλάκας.
- Να με εντυπωσιάζεις κάθε φορά. Ο Τσιριμώκος ποιος είναι?
- Ένας φίλος που μου έχει υποχρέωση, της λέω και ακούγομαι σαν να
ξεπήδησα απο μαφιόζικη ταινία του Σκωρτσέζε.
Μετά από λίγο ο σερβιτόρος καταφθάνει καμαρωτά καμαρωτά.
- Dimple, του κάνω, με πάγους, κόκα - κόλες, σόδες, ξηρούς καρπούς, φρούτα και
τα σχετικά. Το νου σου μη νερώσει ο πάγος και φρόντισε να ανανεώνεις το
τραπέζι συνεχώς.
Ο τύπος δείχνει να καταλαβαίνει και αφού μας σερβίρει, χύνομαι στο
καναπέ με το ποτό αγκαλιά και το "Shaolin satellite" των Thievery
Corporation στα αυτιά. Παρατηρώ καλά την Ελπίδα που χορεύει για τα μάτια
μου μόνο. Είναι πράγματι ωραία γυναίκα. Και περνάμε καλά. Είναι μερικές
φορές που θες ο χρόνος να σταματήσει. Να ρουφήξεις το μεδούλι της
στιγμής. Να γευτείς το κάθε λεπτό. Το κάθε δευτερόλεπτο. Και ύστερα, αυτή
η στιγμή περνάει...
Ούτε και γω κατάλαβα καλά καλά πως βρέθηκα να τρέχω πανικόβλητος τη
Συγγρού και ξωπίσω μου δύο τρίφυλλες ντουλάπες να με κυνηγούν βρίζοντας.
Αυτό που θυμάμαι τελευταία ήταν ότι ζήτησα από το σερβιτόρο να δω τον
υπεύθυνο του μαγαζιού και όταν εξομολογήθηκα στον τελευταίο ότι δεν έχω
να πληρώσω αυτός θεώρησε σωστό πως το ξύλο ήταν ο μόνος τρόπος για να
εξιλεωθώ και αμόλησε τα μαντρόσκυλα. Στο πανικό μου να ξεφύγω χάνω το
αριστερό μου παπούτσι αλλά βρίσκω μια πιάτσα με ταξί έξω από ένα
κωλάδικο και χώνομαι μέσα σε ένα.
- Παγκράτι και γρήγορα, κάνω στον ταρίφα ο οποίος έχει ανοίξει διάπλατα
μια εφημερίδα στο τιμόνι και δείχνει να αιφνιδιάζεται.
- Ααχ... τι μου κάνεις ρε ψιλέ, μου λέει και ξεκινά με την εφημερίδα
στα πόδια του.
Παρατρίχα, σκέφτομαι και κοιτάω το ένα παπούτσι στα πόδια μου.
- Ρε ψιλέ συμπάθαμε, να σου κάνω μια ερώτηση? μου κάνει ο ταρίφας
- Ορίστε?
- Μινάρεις?
- Πως?
- Τραβάς καμιά παχιά?
- Δε καταλαβαίνω...
- Τον παίζεις ρε παιδί μου? μου λέει και μένω κάγκελο.
- Το έχω κόψει το σπορ από τα 18, απαντώ και προσπαθώ να δω που το πάει.
- Ααα δε ξέρεις τι χάνεις, μου κάνει και συνεχίζει
- Αν σου κάτσει η μαλακία τύφλα να χει το γαμήσι. Εγώ πλέον μόνο με αυτήν
ασχολούμαι. Έχω και σύστημα. Παίρνω την εφημερίδα μου, στήνομαι έξω από
τα νυχτομάγαζα, την ανοίγω και μόλις δω κανά πιπινάκι* τον βγάζω και
αρχίζω να τον παίζω. Αυτό έκανα πριν και συ με διέκοψες.
- Συγνώμη, του λέω και κρατιέμαι.
- Δε πειράζει ρε ψιλέ. Προηγείται η δουλειά μου λέει και ξεσπάω σε γέλια.
Εκείνη τη στιγμή σκάει sms στο κινητό μου ενώ παράλληλα ακούγεται στο
ράδιο το "Angel" των Quest Project. Το μήνυμα είναι από την Ελπίδα. Η
αλήθεια είναι ότι στο πανικό μου την είχα ξεχάσει εντελώς. Tο ανοίγω
και το διαβάζω.
...Είσαι πολύ μαλάκας. Δεν θέλω να σε ξαναδώ...
Μάλιστα. Γέρνω στο κάθισμα και κλείνω τα μάτια. Τελικά, σκέφτομαι,
η Ρώμη μας τελείωσε νωρίς...
*mainstream = Επικρατούσα τάση
*Πατατούκα = Κοντό αντρικό πανωφόρι από χοντρό μάλλινο ύφασμα.
*Solarium = Κρεβάτι μαυρίσματος ή Θάλαμος, μη-ιατρικές συσκευές που εκπέμπουν
υπεριώδες φως για το σκοπό της δημιουργίας ενός καλλυντικού μαύρισμα του
δέρματος.
*Πιπίνι = Το νεαρό, το μικρό γκομενάκι. Συνήθως αναφέρεται σε άτομα μικρότερης
ηλικίας.
- Μωρό? μου κάνει με νάζι η Ελπίδα από την άλλη άκρη της γραμμής. Τάξε μου!
- Τι έγινε? της λέω με απορία μικρού παιδιού.
- Κέρδισα ένα τριήμερο στη Ρώμη για δύο άτομα με όλα τα έξοδα πληρωμένα.
Το μυαλό μου ξεφεύγει.
- Τι λες τώρα?
Αιώνια πόλη. Είχα πάει πριν εφτά χρόνια με τον Άγγελο. Ξεκινήσαμε για Πάτρα και όταν φτάσαμε εκεί μας τη βάρεσε και με το καράβι περάσαμε απέναντι στην Ανκόνα. Από κει μετά οδικώς κάναμε το γύρο της Ιταλίας και καταλήξαμε στη Ρώμη. Εκεί μείναμε δέκα μέρες από δω και από εκεί. Πιάτσα Ναβόνα, Καπέλα Σιξτίνα, Φοντάνα Ντι Τρέβι, Πιάτσα ντελ Πόπολο, άρωμα γνήσιου καφέ, άντρες με στυλ και γυναίκες αιθέριες, έτοιμες να σου δοθούνε αρκεί να ασχοληθείς σοβαρά μαζί τους. Θέλω σα πούστης να ξαναπάω αλλά στην Ελπίδα δεν το δείχνω.
- Καλά να περάσεις, της κάνω με απάθεια.
- Κρύε, εγώ σκέφτηκα εσένα, μου λέει και με στέλνει. Έχεις πάει ?
συνεχίζει.
- Όχι, της απάντω και μουντζώνω τον εαυτό μου στον απέναντι καθρέφτη.
- Ωραία τότε το κανονίζουμε προσεχώς. Που θα με πας σήμερα? μου κάνει
με ζήλο.
- Όπου θέλει το κορίτσι μου, της απαντώ για να πατσίσω τη Ρώμη.
- Το αφήνω σε σένα. Είμαι σίγουρη ότι θα σκεφτείς το καλύτερο, μου λέει
και έτσι κλείνουμε.
Κοιτιέμαι στο καθρέφτη.
- Και τώρα τι κάνουμε χωρίς φράγκο? αναρωτιέμαι.
- Και έχεις ανεβάσει και το πήχη ψηλά με αυτή τη γκόμενα, απαντά το είδωλο
μου.
Δε χάνω τη ψυχραιμία μου όμως και γρήγορα επανακάμπτω. Σχηματίζω στο
καντράν του τηλεφώνου τον αριθμό γνωστού μαγαζιού με mainstream* μουσική
στη Συγγρού και κλείνω τραπέζι για δύο. Με μουσική υπόκρουση το "All I
need" των AIR ντύνομαι αργά. Φοράω υφασμάτινο παντελόνι με δερμάτινο flat
παπούτσι και από πάνω πουκάμισο με λεπτή ρίγα και πατατούκα*. Πίνω στα
πεταχτά μια τεκιλίτσα γιατί νηφάλιος σε τέτοιο μαγαζί δεν τη παλεύω και
γύρω στις 00:00 μου κορνάρει η Ελπίδα να κατέβω. Φτάνουμε στο μαγαζί
μισή ώρα μετά. Απέξω γίνεται χαμός. Σόλο αγόρια τρώνε πόρτα, ζευγαράκια
ξεροσταλιάζουν στην ουρά για τη "γη της επαγγελίας" και βλαχαδερά
αγκαλιά με ξέκωλα πουλάνε μούρη. Πιάνω την Ελπίδα από το χέρι και
κάνοντας ελιγμούς μέσα στο κόσμο κατευθύνομαι προς την είσοδο με μπλαζέ
ύφος. Όταν επιτέλους φθάνω εκεί, ένας αλογομούρης με ενδοσυνεννόηση στο
αφτί και κακό solarium* στη μάπα με σταματά.
- Παρακαλώ? Ο κύριος? μου λέει με αναίδεια.
- Έχω κάνει κράτηση στο όνομα Τσιριμώκος, του απαντώ με άνεση.
Ο τύπος αφού το ταυτοποιεί με τα τεφτέρια του, μας παραδίδει στο μετρ
και αυτός με πολύ τακτ και ευγένεια μας οδηγεί στο τραπέζι μας ενώ το
"Sweet band mix" των Mono στα πικάπ δίνει ρυθμό στη κίνηση μας. Αφού μας
τακτοποιεί, στέκεται διακριτικά περιμένοντας κάτι. Τα αρχίδια μου θα
πάρεις, σκέφτομαι και του απλώνω το χέρι μου για χειραψία. Ο τύπος μένει
μαλάκας, κάνει έναν μορφασμό και φεύγει. Η Ελπίδα που δεν έχει πάρει
χαμπάρι τίποτα και κοιμάται τον ύπνο του δικαίου γυρίζει και μου λέει
- Φανταστικό μαγαζί. Και το τραπέζι πρώτη μούρη. Πως το καταφέρνεις αυτό?
- Ποιο? το παίζω μαλάκας.
- Να με εντυπωσιάζεις κάθε φορά. Ο Τσιριμώκος ποιος είναι?
- Ένας φίλος που μου έχει υποχρέωση, της λέω και ακούγομαι σαν να
ξεπήδησα απο μαφιόζικη ταινία του Σκωρτσέζε.
Μετά από λίγο ο σερβιτόρος καταφθάνει καμαρωτά καμαρωτά.
- Dimple, του κάνω, με πάγους, κόκα - κόλες, σόδες, ξηρούς καρπούς, φρούτα και
τα σχετικά. Το νου σου μη νερώσει ο πάγος και φρόντισε να ανανεώνεις το
τραπέζι συνεχώς.
Ο τύπος δείχνει να καταλαβαίνει και αφού μας σερβίρει, χύνομαι στο
καναπέ με το ποτό αγκαλιά και το "Shaolin satellite" των Thievery
Corporation στα αυτιά. Παρατηρώ καλά την Ελπίδα που χορεύει για τα μάτια
μου μόνο. Είναι πράγματι ωραία γυναίκα. Και περνάμε καλά. Είναι μερικές
φορές που θες ο χρόνος να σταματήσει. Να ρουφήξεις το μεδούλι της
στιγμής. Να γευτείς το κάθε λεπτό. Το κάθε δευτερόλεπτο. Και ύστερα, αυτή
η στιγμή περνάει...
Ούτε και γω κατάλαβα καλά καλά πως βρέθηκα να τρέχω πανικόβλητος τη
Συγγρού και ξωπίσω μου δύο τρίφυλλες ντουλάπες να με κυνηγούν βρίζοντας.
Αυτό που θυμάμαι τελευταία ήταν ότι ζήτησα από το σερβιτόρο να δω τον
υπεύθυνο του μαγαζιού και όταν εξομολογήθηκα στον τελευταίο ότι δεν έχω
να πληρώσω αυτός θεώρησε σωστό πως το ξύλο ήταν ο μόνος τρόπος για να
εξιλεωθώ και αμόλησε τα μαντρόσκυλα. Στο πανικό μου να ξεφύγω χάνω το
αριστερό μου παπούτσι αλλά βρίσκω μια πιάτσα με ταξί έξω από ένα
κωλάδικο και χώνομαι μέσα σε ένα.
- Παγκράτι και γρήγορα, κάνω στον ταρίφα ο οποίος έχει ανοίξει διάπλατα
μια εφημερίδα στο τιμόνι και δείχνει να αιφνιδιάζεται.
- Ααχ... τι μου κάνεις ρε ψιλέ, μου λέει και ξεκινά με την εφημερίδα
στα πόδια του.
Παρατρίχα, σκέφτομαι και κοιτάω το ένα παπούτσι στα πόδια μου.
- Ρε ψιλέ συμπάθαμε, να σου κάνω μια ερώτηση? μου κάνει ο ταρίφας
- Ορίστε?
- Μινάρεις?
- Πως?
- Τραβάς καμιά παχιά?
- Δε καταλαβαίνω...
- Τον παίζεις ρε παιδί μου? μου λέει και μένω κάγκελο.
- Το έχω κόψει το σπορ από τα 18, απαντώ και προσπαθώ να δω που το πάει.
- Ααα δε ξέρεις τι χάνεις, μου κάνει και συνεχίζει
- Αν σου κάτσει η μαλακία τύφλα να χει το γαμήσι. Εγώ πλέον μόνο με αυτήν
ασχολούμαι. Έχω και σύστημα. Παίρνω την εφημερίδα μου, στήνομαι έξω από
τα νυχτομάγαζα, την ανοίγω και μόλις δω κανά πιπινάκι* τον βγάζω και
αρχίζω να τον παίζω. Αυτό έκανα πριν και συ με διέκοψες.
- Συγνώμη, του λέω και κρατιέμαι.
- Δε πειράζει ρε ψιλέ. Προηγείται η δουλειά μου λέει και ξεσπάω σε γέλια.
Εκείνη τη στιγμή σκάει sms στο κινητό μου ενώ παράλληλα ακούγεται στο
ράδιο το "Angel" των Quest Project. Το μήνυμα είναι από την Ελπίδα. Η
αλήθεια είναι ότι στο πανικό μου την είχα ξεχάσει εντελώς. Tο ανοίγω
και το διαβάζω.
...Είσαι πολύ μαλάκας. Δεν θέλω να σε ξαναδώ...
Μάλιστα. Γέρνω στο κάθισμα και κλείνω τα μάτια. Τελικά, σκέφτομαι,
η Ρώμη μας τελείωσε νωρίς...
*mainstream = Επικρατούσα τάση
*Πατατούκα = Κοντό αντρικό πανωφόρι από χοντρό μάλλινο ύφασμα.
*Solarium = Κρεβάτι μαυρίσματος ή Θάλαμος, μη-ιατρικές συσκευές που εκπέμπουν
υπεριώδες φως για το σκοπό της δημιουργίας ενός καλλυντικού μαύρισμα του
δέρματος.
*Πιπίνι = Το νεαρό, το μικρό γκομενάκι. Συνήθως αναφέρεται σε άτομα μικρότερης
ηλικίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου