Ξυπνώ σε ένα διπλό κρεβάτι αφυδατωμένος. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει.
- Χριστέ μου, που βρίσκομαι πάλι? σκέφτομαι.
Στον απέναντι τοίχο δεσπόζει η εικόνα του Marcel Marceau* ο οποίος με το δάχτυλο στο στόμα, μου ζητά να κάνω ησυχία. Σηκώνομαι και ψάχνω τα ρούχα μου. Βρίσκω μόνο το σώβρακο. Παρατηρώ το δωμάτιο. Λαχανί τοίχοι, μία κομότα, ένας επιδαπέδιος καθρέφτης και μια καρέκλα. Λιτό και απέρριτο.
- Πως βρέθηκα εδώ?
Θυμάμαι ότι είχαμε βγει με τον Άγγελο για ποτό και ότι εγώ ήμουν ήδη φτιαγμένος από το σπίτι. Μετά από ένα μαραθώνιο με υποβρύχια έχω απώλεια μνήμης. Το απόλυτο κενό. Βγαίνω στο χωλ. Υπάρχει ησυχία. Είμαι μόνος.
- Που είναι τα ρούχα μου?
Μπαίνω στο μπάνιο. Ο χώρος αστράφτει και μυρίζει μέντα. Παντού κεριά, σαπούνια,
σφουγγάρια, αρώματα και αιθέρια έλαια. Στο κάδο με τα κωλόχαρτα παρατηρώ
πεταμένα τρία χρησιμοποιημένα προφυλακτικά. Κοιτιέμαι στο καθρέφτη και
επιδοκιμάζω τον εαυτό μου. Κατουράω με θρησκευτική ευλάβεια και ανοίγω τα
ντουλάπια να βρω κάτι για το κεφάλι μου. Παντού κρέμες ενυδάτωσης, κρέμες
προσώπου, κρέμες σώματος, κρέμες ποδιών, βούρτσα για make up, πινέλα,
σκιές ματιών, κραγιόν, μανό και γαλάκτωμα καθαρισμού. Το μάτι μου πέφτει
σε ένα αυτοσχέδιο φαρμάκειο.
- Εδώ είμαστε, μονολογώ.
Μέσα βρίσκω ταμπόν, σερβιέτες, ασετόν, βαζελίνη, κερί αποτρίχωσης πουθενά
όμως μια γαμημένη ασπιρίνη. Βγαίνω από το μπάνιο και κατευθύνομαι στο
σαλόνι. Επιτέλους βρίσκω τα ρούχα μου. Καθώς ντύνομαι κοιτώ ένα σημείωμα
πάνω στο τραπεζάκι. Το διαβάζω
...Καλημέρα. Υπάρχει φρέσκος καφές στη κουζίνα και κρουασάν σοκολάτα στο
ψυγείο. Έπρεπε να πάω στη δουλειά. Φιλιά..
Υ.Σ 1: Το νου σου στο φίλο σου.
Υ.Σ 2: Θέλω να σε ξαναδώ.
- Ωραία, ποια είσαι εσύ τώρα και τι έκανε ο Άγγελος? αναρωτιέμαι.
Στη κουζίνα βρίσκω γαλλικό καφέ με άρωμα φουντούκι. Τον δοκιμάζω. Στη
κατάσταση που είμαι κάτι λείπει. Ανοίγω το μπαρ. Λικέρ, κουαντρώ,
drambuie, snaps ροδάκινο και κονιάκ. Ούτε λόγος φυσικά για ουίσκι,
vodca και τεκίλλα. Συμβιβάζομαι με το κονιάκ και ρίχνω στο καφέ δύο
δάχτυλα. Γαλλία - Ιρλανδία σημειώσατε δύο. Ο καφές, μου ανοίγει το μάτι.
Το κονιάκ μου ηρεμεί το πονοκέφαλο και το κρουασάν σοκολάτα μου
σταθεροποιεί τη γλυκόζη. Τώρα μπορώ να σκεφτώ καλύτερα. Ένας λογαριασμός
της ΔΕΗ, που βρίσκω πάνω στο ψυγείο με μαγνητάκι, μου λύνει δύο απορίες.
Την λένε Ζωή Θεοδοσίου και βρίσκομαι στη Γλυφάδα. Επιστρέφω στο σαλόνι
με το καφέ στα χέρια και κάθομαι στο καναπέ. Αποχρώσεις πορτοκαλί με
ισχυρούς τόνους κίτρινο με περικλείουν. Μια μικρή βιβλιοθήκη, μία
τηλέοραση πλάσμα στο τοίχο, ένα στερεοφωνικό συγκρότημα και μία
τραπεζαρία. Πολλές φωτογραφίες που πιθανόν έχει τραβήξει αλλά πουθενά
αυτή. Μου αρέσει αυτό. Κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον. Ανοίγω τη τηλεόραση
και πέφτω σε έναν συγγράφεα που διαφημίζει το νέο του βιβλίο.
- Η κάθε μέρα είναι διαφορετική από την επόμενη, ισχυρίζεται σε ένα ξέκωλο.
Έχει αρχή, μέση και τέλος. Σαν αυτοτελές επεισόδιο.
- Άστο μάγκα μου, στη κατάσταση που είμαι θα μου κάτσεις βαρύς, μονολογώ
και κλείνω τη τηλεόραση.
- Και τώρα Ζωή οι δυο μας.
Σηκώνομαι και ρίχνω μια ματιά στα βιβλία της. Έυα Ομηρόλη, Μάρω Βαμβουνάκη,
Λιλή Ζωγράφου, Σώτη Τριανταφύλλου.
- Έλα κάνε την υπέρβαση, σκέφτομαι
και το μάτι μου πέφτει "Στο πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι" του Oscar Wilde. Λίγο
πιο κάτω "Ο γέρος και η θάλασσα" του Heminway και οι "Μεγάλες προσδοκίες"
του Dickens.
- Τι προσδοκίες έχεις από μένα? αναρωτιέμαι
Στο cd player παρατηρώ ότι υπάρχει cd μέσα και πατάω το play. Η εισαγωγή από
το "It s fire" των Portishead με ανατριχιάζει. Το αφήνω να παίζει ενώ κοιτάω
τη συλλογή της. Μassive Attack, Morcheeba, Hooverphonic, Faithless,
Graig Armstrong και Depeche Mode.
- Εδώ είμαστε, λέω
και ρίχνω μια ματιά στα dvd. "Good bye Lenin", "Οι ζωές των άλλων", "Η πριγκίπισσα
και ο πολεμιστής", "Ανθισμένες κερασιές", "Το ορφανοτροφείο", "Los oltros",
"Abre los ojos". Ευρωπαικός κινηματογράφος. Cool. Στρίβω τσιγάρο και βγαίνω
στο μπαλκόνι. Η θέα της θάλασσας με μαγνητίζει.
- Θεέ μου θα μπορούσα να μείνω για πάντα εδώ, σκέφτομαι.
Το μπαλκόνι είναι τεράστιο και άρωματα από γιασεμιά, τριαντάφυλλα, βουκαμβίλιες
και γαρύφαλλα με καθηλώνουν. Κάθομαι σε μια χειροποίητη κούνια και ρεμβάζω.
Φαντάζομαι ένα αγοράκι να με φωνάζει μπαμπά και εκείνη να κρατάει στην αγκαλια
της ένα κοριτσάκι και να το νανουρίζει τραγουδώντας. Ένα κορνάρισμα με
επαναφέρει στη πραγματικότητα. Λίγο πριν μπω μέσα παρατηρώ πίσω από τις
γλάστρες ένα μέρος κλεισμένο από αλουμίνιο.
- Αυτός είναι ο προσωπικός σου χώρος Ζωή?
Μπαίνω μέσα. Πάνω σε ένα γραφείο είναι ακουμπισμένο ένα μισάνοιχτο
βιβλίο του Thomas S. Eliot "Η έρημη χώρα" σε μετάφραση Γιώργου Σεφέρη.
- Αυτό διαβάζεις τώρα?
Στο τοίχο σε μια μεγάλη φωτογραφία επιτέλους σε βλέπω. Μελαχροινή με μπούκλες,
πράσινα μάτια και γαλλική μύτη. Το πρόσωπο σου ακτινοβολεί ένα τεράστιο χαμόγελο.
Είσαι τόσο όμορφη.
- Γιατί κρύβεσαι εδώ μέσα?
Με αυτές τις σκέψεις βγαίνω στο δρόμο. Ελπίζω να έχει το τηλέφωνο μου ή να το έχω
εγώ. Πρέπει να βρω τον Άγγελο για λεπτομέρειες. Μπαίνω σε ένα ταξί. Ο ταρίφας έχει
όρεξη για κουβέντα. Του κάνω νεύμα να το βουλώσει και δε σταματώ να τη σκέφτομαι.
Χτυπά το κινητό. Είναι ο Άγγελος.
- Που είσαι βρε μαλάκα, του λέω. Τι έγινε χθες?
- Δε θυμάσαι τίποτα ρε, κάνει αυτός.
- Τι έγινε με τη Ζωή? ρωτάω ξεκάρφωτα.
- Τι θες να γίνει? Έγινες τίρλα και ξέρασες στη κολλητή της. Με τη Ζωή σε
κουβαλήσαμε στο σπίτι της, σε βάλαμε στο καναπέ και ξεράθηκες εκεί. Το
πρωί έκανες ντου στο δωμάτιο και αφού ξεβρακώθηκες ξάπλωσες δίπλα μας.
Η Ζωή που δε σε ξέρει έβαλε τα κλάματα, εγώ γέλαγα. Με ακούς ρε?
Δεν έχει νόημα πλέον. Κλείνω το τηλέφωνο. Τα κομμάτια του παζλ ολοκληρώθηκαν.
Τα υστερόγραφα πλέον έχουν παραλήπτη. Το νου σου στο φίλο σου... δηλαδή
εμένα. Θέλω να σε ξαναδώ... δηλαδή τον Άγγελο. Αρχίζω να γελάω δυνατά.
Εκείνη τη στιγμή ακούγεται από το ράδιο το "Shadow on the sun" των
Audioslave και ο ταρίφας απλώνει το ξερό του να το αλλάξει.
- Ούτε να το διανοηθείς, του φωνάζω λυσσασμένα.
Ο ταρίφας κάνει τουμπεκί* και γω συνεχίζω να γελάω.
- Πως το είπε αυτό με την διαφορετικότητα της ημέρας εκείνος ο μαλάκας?
Αρχή, μέση και τέλος. Αχ ρε Ζωή σήμερα σε γνώρισα, σήμερα σε παντρεύτηκα, σήμερα
σε χώρισα...
*Marcel Marceau = Παγκοσμίου φήμης μίμος
*Τουμπεκί = Από την τούρκικη λέξη tömbeki, ο ψιλοκομμένος καπνός κατάλληλος
για ναργιλέ. Μεταφορικά σημαίνει σώπα, βούλωστο.
- Χριστέ μου, που βρίσκομαι πάλι? σκέφτομαι.
Στον απέναντι τοίχο δεσπόζει η εικόνα του Marcel Marceau* ο οποίος με το δάχτυλο στο στόμα, μου ζητά να κάνω ησυχία. Σηκώνομαι και ψάχνω τα ρούχα μου. Βρίσκω μόνο το σώβρακο. Παρατηρώ το δωμάτιο. Λαχανί τοίχοι, μία κομότα, ένας επιδαπέδιος καθρέφτης και μια καρέκλα. Λιτό και απέρριτο.
- Πως βρέθηκα εδώ?
Θυμάμαι ότι είχαμε βγει με τον Άγγελο για ποτό και ότι εγώ ήμουν ήδη φτιαγμένος από το σπίτι. Μετά από ένα μαραθώνιο με υποβρύχια έχω απώλεια μνήμης. Το απόλυτο κενό. Βγαίνω στο χωλ. Υπάρχει ησυχία. Είμαι μόνος.
- Που είναι τα ρούχα μου?
Μπαίνω στο μπάνιο. Ο χώρος αστράφτει και μυρίζει μέντα. Παντού κεριά, σαπούνια,
σφουγγάρια, αρώματα και αιθέρια έλαια. Στο κάδο με τα κωλόχαρτα παρατηρώ
πεταμένα τρία χρησιμοποιημένα προφυλακτικά. Κοιτιέμαι στο καθρέφτη και
επιδοκιμάζω τον εαυτό μου. Κατουράω με θρησκευτική ευλάβεια και ανοίγω τα
ντουλάπια να βρω κάτι για το κεφάλι μου. Παντού κρέμες ενυδάτωσης, κρέμες
προσώπου, κρέμες σώματος, κρέμες ποδιών, βούρτσα για make up, πινέλα,
σκιές ματιών, κραγιόν, μανό και γαλάκτωμα καθαρισμού. Το μάτι μου πέφτει
σε ένα αυτοσχέδιο φαρμάκειο.
- Εδώ είμαστε, μονολογώ.
Μέσα βρίσκω ταμπόν, σερβιέτες, ασετόν, βαζελίνη, κερί αποτρίχωσης πουθενά
όμως μια γαμημένη ασπιρίνη. Βγαίνω από το μπάνιο και κατευθύνομαι στο
σαλόνι. Επιτέλους βρίσκω τα ρούχα μου. Καθώς ντύνομαι κοιτώ ένα σημείωμα
πάνω στο τραπεζάκι. Το διαβάζω
...Καλημέρα. Υπάρχει φρέσκος καφές στη κουζίνα και κρουασάν σοκολάτα στο
ψυγείο. Έπρεπε να πάω στη δουλειά. Φιλιά..
Υ.Σ 1: Το νου σου στο φίλο σου.
Υ.Σ 2: Θέλω να σε ξαναδώ.
- Ωραία, ποια είσαι εσύ τώρα και τι έκανε ο Άγγελος? αναρωτιέμαι.
Στη κουζίνα βρίσκω γαλλικό καφέ με άρωμα φουντούκι. Τον δοκιμάζω. Στη
κατάσταση που είμαι κάτι λείπει. Ανοίγω το μπαρ. Λικέρ, κουαντρώ,
drambuie, snaps ροδάκινο και κονιάκ. Ούτε λόγος φυσικά για ουίσκι,
vodca και τεκίλλα. Συμβιβάζομαι με το κονιάκ και ρίχνω στο καφέ δύο
δάχτυλα. Γαλλία - Ιρλανδία σημειώσατε δύο. Ο καφές, μου ανοίγει το μάτι.
Το κονιάκ μου ηρεμεί το πονοκέφαλο και το κρουασάν σοκολάτα μου
σταθεροποιεί τη γλυκόζη. Τώρα μπορώ να σκεφτώ καλύτερα. Ένας λογαριασμός
της ΔΕΗ, που βρίσκω πάνω στο ψυγείο με μαγνητάκι, μου λύνει δύο απορίες.
Την λένε Ζωή Θεοδοσίου και βρίσκομαι στη Γλυφάδα. Επιστρέφω στο σαλόνι
με το καφέ στα χέρια και κάθομαι στο καναπέ. Αποχρώσεις πορτοκαλί με
ισχυρούς τόνους κίτρινο με περικλείουν. Μια μικρή βιβλιοθήκη, μία
τηλέοραση πλάσμα στο τοίχο, ένα στερεοφωνικό συγκρότημα και μία
τραπεζαρία. Πολλές φωτογραφίες που πιθανόν έχει τραβήξει αλλά πουθενά
αυτή. Μου αρέσει αυτό. Κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον. Ανοίγω τη τηλεόραση
και πέφτω σε έναν συγγράφεα που διαφημίζει το νέο του βιβλίο.
- Η κάθε μέρα είναι διαφορετική από την επόμενη, ισχυρίζεται σε ένα ξέκωλο.
Έχει αρχή, μέση και τέλος. Σαν αυτοτελές επεισόδιο.
- Άστο μάγκα μου, στη κατάσταση που είμαι θα μου κάτσεις βαρύς, μονολογώ
και κλείνω τη τηλεόραση.
- Και τώρα Ζωή οι δυο μας.
Σηκώνομαι και ρίχνω μια ματιά στα βιβλία της. Έυα Ομηρόλη, Μάρω Βαμβουνάκη,
Λιλή Ζωγράφου, Σώτη Τριανταφύλλου.
- Έλα κάνε την υπέρβαση, σκέφτομαι
και το μάτι μου πέφτει "Στο πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι" του Oscar Wilde. Λίγο
πιο κάτω "Ο γέρος και η θάλασσα" του Heminway και οι "Μεγάλες προσδοκίες"
του Dickens.
- Τι προσδοκίες έχεις από μένα? αναρωτιέμαι
Στο cd player παρατηρώ ότι υπάρχει cd μέσα και πατάω το play. Η εισαγωγή από
το "It s fire" των Portishead με ανατριχιάζει. Το αφήνω να παίζει ενώ κοιτάω
τη συλλογή της. Μassive Attack, Morcheeba, Hooverphonic, Faithless,
Graig Armstrong και Depeche Mode.
- Εδώ είμαστε, λέω
και ρίχνω μια ματιά στα dvd. "Good bye Lenin", "Οι ζωές των άλλων", "Η πριγκίπισσα
και ο πολεμιστής", "Ανθισμένες κερασιές", "Το ορφανοτροφείο", "Los oltros",
"Abre los ojos". Ευρωπαικός κινηματογράφος. Cool. Στρίβω τσιγάρο και βγαίνω
στο μπαλκόνι. Η θέα της θάλασσας με μαγνητίζει.
- Θεέ μου θα μπορούσα να μείνω για πάντα εδώ, σκέφτομαι.
Το μπαλκόνι είναι τεράστιο και άρωματα από γιασεμιά, τριαντάφυλλα, βουκαμβίλιες
και γαρύφαλλα με καθηλώνουν. Κάθομαι σε μια χειροποίητη κούνια και ρεμβάζω.
Φαντάζομαι ένα αγοράκι να με φωνάζει μπαμπά και εκείνη να κρατάει στην αγκαλια
της ένα κοριτσάκι και να το νανουρίζει τραγουδώντας. Ένα κορνάρισμα με
επαναφέρει στη πραγματικότητα. Λίγο πριν μπω μέσα παρατηρώ πίσω από τις
γλάστρες ένα μέρος κλεισμένο από αλουμίνιο.
- Αυτός είναι ο προσωπικός σου χώρος Ζωή?
Μπαίνω μέσα. Πάνω σε ένα γραφείο είναι ακουμπισμένο ένα μισάνοιχτο
βιβλίο του Thomas S. Eliot "Η έρημη χώρα" σε μετάφραση Γιώργου Σεφέρη.
- Αυτό διαβάζεις τώρα?
Στο τοίχο σε μια μεγάλη φωτογραφία επιτέλους σε βλέπω. Μελαχροινή με μπούκλες,
πράσινα μάτια και γαλλική μύτη. Το πρόσωπο σου ακτινοβολεί ένα τεράστιο χαμόγελο.
Είσαι τόσο όμορφη.
- Γιατί κρύβεσαι εδώ μέσα?
Με αυτές τις σκέψεις βγαίνω στο δρόμο. Ελπίζω να έχει το τηλέφωνο μου ή να το έχω
εγώ. Πρέπει να βρω τον Άγγελο για λεπτομέρειες. Μπαίνω σε ένα ταξί. Ο ταρίφας έχει
όρεξη για κουβέντα. Του κάνω νεύμα να το βουλώσει και δε σταματώ να τη σκέφτομαι.
Χτυπά το κινητό. Είναι ο Άγγελος.
- Που είσαι βρε μαλάκα, του λέω. Τι έγινε χθες?
- Δε θυμάσαι τίποτα ρε, κάνει αυτός.
- Τι έγινε με τη Ζωή? ρωτάω ξεκάρφωτα.
- Τι θες να γίνει? Έγινες τίρλα και ξέρασες στη κολλητή της. Με τη Ζωή σε
κουβαλήσαμε στο σπίτι της, σε βάλαμε στο καναπέ και ξεράθηκες εκεί. Το
πρωί έκανες ντου στο δωμάτιο και αφού ξεβρακώθηκες ξάπλωσες δίπλα μας.
Η Ζωή που δε σε ξέρει έβαλε τα κλάματα, εγώ γέλαγα. Με ακούς ρε?
Δεν έχει νόημα πλέον. Κλείνω το τηλέφωνο. Τα κομμάτια του παζλ ολοκληρώθηκαν.
Τα υστερόγραφα πλέον έχουν παραλήπτη. Το νου σου στο φίλο σου... δηλαδή
εμένα. Θέλω να σε ξαναδώ... δηλαδή τον Άγγελο. Αρχίζω να γελάω δυνατά.
Εκείνη τη στιγμή ακούγεται από το ράδιο το "Shadow on the sun" των
Audioslave και ο ταρίφας απλώνει το ξερό του να το αλλάξει.
- Ούτε να το διανοηθείς, του φωνάζω λυσσασμένα.
Ο ταρίφας κάνει τουμπεκί* και γω συνεχίζω να γελάω.
- Πως το είπε αυτό με την διαφορετικότητα της ημέρας εκείνος ο μαλάκας?
Αρχή, μέση και τέλος. Αχ ρε Ζωή σήμερα σε γνώρισα, σήμερα σε παντρεύτηκα, σήμερα
σε χώρισα...
*Marcel Marceau = Παγκοσμίου φήμης μίμος
*Τουμπεκί = Από την τούρκικη λέξη tömbeki, ο ψιλοκομμένος καπνός κατάλληλος
για ναργιλέ. Μεταφορικά σημαίνει σώπα, βούλωστο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου