Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

Εικοσιοχτώ

Γεννήθηκα ένα ανοιξιάτικο κυριακάτικο βράδυ με πανσέληνο. Το ημερολόγιο έγραφε 5 Μαϊου 1985. Η μητέρα μου είχε πάει με τον Ανδρέα στον κινηματογράφο για να δουν την ταινία "The goonies Το κυνήγι της μεγάλης περιπέτειας". Που να ξερε η δόλια ότι σε λίγο θα άρχιζε η δική της περιπέτεια. Της σπάσαν τα νερά μέσα στην αίθουσα και χωρίς να χάσει την ψυχραιμία της πήρε ένα ταξί, πέρασε από το σπίτι, πήρε μία βαλίτσα που είχε έτοιμη και με τον Ανδρέα στο δεξί της χέρι πήγε στο μαιευτήριο.Είχε δει ήδη το έργο μια φορά και ήταν υποψιασμένη. Όταν έφθασε στην κλινική,κοιλοπονώντας ειδοποίησε τον πατέρα μου που ήταν εκτός Αθηνών για δουλειές και άφησε τον Ανδρέα με τις νοσοκόμες. Δεν θέλησε να την ναρκώσουν για να έχει το νου της και σε μένα και στον αδελφό μου. Πέρασε πάλι την ίδια επίμονη διαδικασία χωρίς φαρμακευτική βοήθεια, μόνη και χωρίς να λιποψυχήσει βιώνοντας ξανά το γλυκό μαρτύριο της γέννας για τέσσερις ώρες περίπου. Ήταν παλικάρι.
Ήρθα στο κόσμο στις 22:10. Άσχετο.
- Έχετε παρατηρήσει ποτέ τις βιτρίνες ρολογιών?
Οι δείκτες τους πάντα δείχνουν αυτή την ώρα. Σύμφωνα με τους ψυχολόγους ο λόγος είναι ότι εκείνη την ώρα δεν είναι ούτε πολύ νωρίς,ούτε πολύ αργά. Είναι ιδανικά. Τελοσπάντων, ζύγιζα 3800kg και πεινούσα σαν λύκος.Ο πατέρας μου,που στο μεσοδιάστημα είχε επιστρέψει,μοίραζε πεντοχίλιαρα στο προσωπικό του νοσοκομείου. Στο διάδρομο έτυχε να περνάει μια τσιγγάνα τουρκογύφτισα και βλέποντας το χουβαρνταλίκι* του γέρου μου δεν έχασε ευκαιρία.
- Αυτό το παιδί θα αλλάξει το κόσμο, του είπε
- Θα ασχοληθεί με κάτι μεγάλο, θα ενώσει τους ανθρώπους και θα φέρει
  την ευτυχία. Θα γίνει τρανός επιστήμονας, ρήτορας πολιτικός ή
  εμπνευσμένος ηγέτης. Θα κάνει πολλά χρήματα και η τύχη θα τον
  συντροφεύει πάντα διότι έχει πατέρα τον ήλιο και μητέρα την πανσέληνο.
Η πουτάνα ούτε ένα δε πέτυχε. Τσίμπησε ένα πεντοχίλιαρο. Και σαν να μη
έφθανε αυτό, λίγες μέρες αργότερα ο πατέρας μου διέλυε την εταιρία του
που με τόσο κόπο είχε στήσει. Ήταν εκδότης βιβλίων και μεταφραστής. Ότι
βιβλίο δεν κατάφερε να πουλήσει το έφερε σπίτι. Γέμισε τρεις
βιβλιοθήκες, δύο ντουλάπια, ένα πατάρι, την αποθήκη και ένα δωμάτιο.
Στεναχωρήθηκε αλλά ποτέ δεν έχασε το κουράγιο του.
- Όλα γίνονται για ένα σκοπό, συνήθιζε να λέει.
Μεγάλωσα στις γειτονιές του Βύρωνα. Στις παιδικές χαρές και τα πάρκα.
Χωρίς διαδίκτιο και κινητά τηλέφωνα. Τουλάχιστον μέχρι τα 14. Με μια
τηλεόραση που άνοιγε σπάνια, με πολύ κινηματογράφο, μουσική με δίσκους
στα πικάπ πριν μπει βάρβαρα στη ζωή μας το cd, πάρτυ με φίλους, αθώα φλερτ
στην αρχή και καμάκι στην παραλιακή στη συνέχεια, διακοπές στο χωριό τα
καλοκαίρια και ενίοτε, αν υπήρχε χρήμα, σε κάποιο γραφικό μέρος στην Ελλάδα.
Πάντα με τους γονείς. Έμαθα να ζω και με πολλά λεφτά στη τσέπη και χωρίς
δραχμή. Σημασία δεν έχει πόσα έχεις. Σημασία έχει τι τα κάνεις.
Στο σχολείο δεν ήμουν καλός μαθητής. Κάθε τρίμηνο χαροπάλευα. Στο σπίτι,
μου τον έφερναν τον έλεγχο οι δικοί μου. Δεν είχα κουράγιο να τον
αντικρύσω. Οι καθηγητές μου, έλεγαν στους γονείς μου ότι είμαι αρκετά
έξυπνος αλλά δεν μπορώ να συγκεντρωθώ. Και δεν είχαν άδικο. Συνεχώς το
μυαλό μου ταξίδευε. Μέσα στην τάξη χάζευα από το παράθυρο και σκεφτόμουν
πως είναι ο κόσμος έξω. Η καλύτερη στιγμή της ημέρας μου σαν πιτσιρικάς
ήταν να γυρίσω από το σχολείο να πετάξω την τσάντα, να χωθώ στο δωμάτιο
αγκαλιά με ένα βιβλίο και να χαθώ στις σελίδες του. Μπορούσα να μείνω
μέρες εκεί. Μερικές φορές ξεχνούσα να φάω. Ο μόνος που κατάφερνε να με
ξεκολλάει από κει ήταν ο Άγγελος. Για αυτόν το βιβλίο ήταν χάσιμο
χρόνου. Διάβαζε μόνο τα μαθήματα του και αυτό γιατί είχε ένα σκοπό. Με
έπαιρνε λοιπόν και βγαίναμε. Πότε βόλτες στην πλατεία, πότε ραντεβού με
κορίτσια, πότε σινεμά, πότε καμιά συναυλία στο θέατρο Βράχων και πότε
για καμιά μπύρα. Άρχισα να ξενυχτώ από πολύ μικρός και ο λόγος ήταν ο
Ανδρέας. Τα έξι χρόνια διαφοράς που είχαμε, μου έδωσαν αμνηστεία. Στις
διαφωνίες που προέκυψαν με τους δικούς μου, βρήκα την σολομώντεια λύση*.
Να βγαίνω μαζί του. Έτσι λοιπόν οι όποιες αντιρρήσεις που είχαν,
κάμφθηκαν και η νύχτα έγινε σιγά σιγά μέρα. Ανήσυχο πνεύμα από μικρός
ήθελα να καταπιάνομαι με πολλά πράγματα. Αλλά με το μειονέκτημα που έχω
να βαριέμαι εύκολα "από όλα πέρασα νωρίς και τα παράτησα νωρίς"*.
Αποτέλεσμα, λίγα ακόρντα στη κιθάρα, λίγο σαξόφωνο, λίγο πυγμαχία, λίγα
αγγλικά, ελάχιστα γαλλικά. Μάλιστα στα τελευταία δεν πρόλαβα να βαρεθώ.
Η δασκάλα μου ακούγοντας να κλίνω το ρήμα εμείς έχουμε, εσείς έχετε με
προφορά νουζαβόν, βουζαβέζ με έδιωξε κλαίγοντας. Δεν την αδικώ. Αν δεν το
έκανε αυτή θα το έκανα εγώ κάποια στιγμή. Βαριέμαι εύκολα. Και όταν
βαριέμαι φεύγω. Και όταν φεύγω δεν ξαναγυρίζω...
Το καλοκαίρι του 2002 γνώρισα τον Πέτρο και αποφασίσαμε να κάνουμε το
γύρο της Πελοποννήσου. Αυτοκίνητο είχαμε ένα παλιό Ντεσεβώ που
ανοίγοντας την οροφή και τα παράθυρα γίνονταν κάμπριο. Θα οδηγούσε ο
Πέτρος γιατί εγώ δε είχα δίπλωμα. Προτείναμε και στον Άγγελο να έρθει
μαζί μας. Αρνήθηκε. Θα έμενε Αθήνα να κάνει φροντιστήριο διότι ο σκοπός
του ήταν να μπει στο Πολυτεχνείο. Πράγμα που εκ των υστέρων κατάφερε. Στο
σπίτι έγινε χαμός για να τους πείσω να πάω. Τα επιχειρήματα τους ήταν
ακλόνητα. Ο Πέτρος ήταν ενήλικος και ήδη στο Πανεπιστήμιο και ο κολλητός
μου είχε στρωθεί για τις πανελλήνιες. Εγώ ήμουν ανήλικος και δεν είχα
ιδέα τι ήθελα να κάνω. Τους υποσχέθηκα ότι μόλις γυρίσω θα έχω
κατασταλάξει και αφού τους παρακάλεσα μου δώσαν λεφτά για μια εβδομάδα
και μια αυγουστιάτικη πέμπτη εγώ και ο Πέτρος περνάγαμε τον Ισθμό με
κατεύθυνση το άγνωστο. Περάσαμε την Κόρινθο με κατεύθυνση Πάτρα. Μετά
Πύργο, Καλαμάτα περνώντας από τις άκρες του κόλπου της Κυπαρισσίας, μετά
Σπάρτη, Γύθειο και Μονεμβάσια. Όταν κουραζόμασταν σταματάγαμε, αράζαμε σε
πανσιόν η κάμπινγκ, τρώγαμε σε γραφικά ταβερνάκια, κάναμε μπάνιο σε
απάτητους κολπίσκους και πίναμε τρίφυλλα στη φύση φιλοσοφώντας περί
ανέμων και υδάτων. Στο δρόμο της επιστροφής έχουμε αποφασίσει να
γυρίσουμε από Ναύπλιο, μετά Άργος και στην συνέχεια Κόρινθο και Αθήνα.
Περνώντας από Γύθειο κάνουμε μια στάση για καφέ στο λιμάνι. Ακριβώς
εκείνη τη στιγμή αναχωρεί ένα πλοίο της γραμμής για Ηράκλειο Κρήτης.
Κοιταζόμαστε με το Πέτρο και χωρίς να πούμε τίποτα χωνόμαστε και εμείς
μέσα. Στην Κρήτη μένουμε οχτώ μέρες και την χτενίζουμε στην κυριολεξία.
Χανιά, Ρέθυμνο, Ηράκλειο και Αγ.Νικόλαος. Κοιμόμαστε πλέον στο αυτοκίνητο,
τρώμε μαλακίες και κρατάμε λεφτά για βενζίνη. Στο Λασίθι ένα φέρι μας
περνά Ρόδο. Λείπω ήδη δεκατρείς μέρες και τα λεφτά μου έχουν σωθεί. Ο
Πέτρος σηκώνει λίγα από την τράπεζα και την ημέρα της επιστροφής, μου
προτείνει να περάσουμε στο Μαρμάρι και στην συνέχεια στην ενδοχώρα της
Τουρκίας. Θέλω πολύ να πάω αλλά δεν έχω διαβατήριο και ταυτότητα με
λατινικούς χαρακτήρες. Επίσης είμαι ανήλικος και δεν έχω φράγκο.
Δικαιολογίες. Είμαι χέστης. Έτσι λοιπόν χωρίζουμε και δίνουμε ραντεβού
στην Αθήνα. Όταν καλώ τους δικούς μου να στείλουν χρήματα για να γυρίσω
η κυρά-Άννα είναι ανένδοτη.
- Μη σώσει και γυρίσει.
Έτσι για τις επόμενες τρεις μέρες κάνω massage for 5 euros σε τουρίστριες
κάθε ηλικίας στην παραλία της Ρόδου και κοιμάμαι στις ξαπλώστρες. Ούτε λόγος
βέβαια για φαγητό. Μόλις μαζεύω τα ναύλα επιστρέφω με καράβι που είναι για τα
παλιοσίδερα, τρίτη θέση κατάστρωμα και μετά από 14 ώρες πιάνω λιμάνι
στο Πειραιά. Έφυγα για μια εβδομάδα και λείπω 16 μέρες. Τις δύο
τελευταίες νηστικός. Όταν φθάνω σπίτι στήνεται γλέντι τρικούβερτο.
Όσο η μάνα μου ωρίεται εγώ σκέφτομαι τον Πέτρο.
- Που να βρίσκεται άραγε τώρα?
Εκείνη την στιγμή υπόσχομαι στον εαυτό μου να μην ξαναδιστάσω σε
καμιά πρόκληση. Τέρμα οι δικαιολογίες του κώλου. Στον Άγγελο όταν τα
διηγούμαι τρελαίνεται. Αποφασίζουμε μόλις βρούμε χρόνο να κάνουμε ένα
παρόμοιο ταξίδι οι δυο μας. Ο επόμενος χρόνος κυλά στο σχολείο
διαδικαστικά. Έχω αποφασίσει ότι δεν θέλω να σπουδάσω. Καταφέρνω με τα
χίλια ζόρια να βγάλω το απολυτήριο Λυκείου και λίγους μήνες μετά φεύγω
φαντάρος. Οι γονείς μου δεν συμφωνούν με την απόφαση μου αλλά δεν
μπορούν να κάνουν και πολλά. Πλέον είμαι 18 και αποφασίζω εγώ. Ο Άγγελος
με τον Πέτρο θεωρούν την ενέργεια μου αυτή αψυχολόγητη. Τους εξηγώ ότι
είναι μια υποχρέωση που από τη στιγμή που δεν μπορείς να την αποφύγεις
ξεμπέρδευε γρήγορα με αυτήν. Έτσι στις 22 Νοεμβρίου 2003 ντύνομαι στο
χακί. Δεν έχω ιδέα τι διάολο θέλω να κάνω με τη ζωή μου. Σίγουρα όμως
ξέρω τι δεν θέλω...



*Χουβαρνταλίκι = Από την τουρκική λέξη hovardalik που σημαίνει γενναιοδωρία
Λέμε και κουβαρνταλίκι από την περσική λέξη khwārdā που θα πει φαγωμένος.
*Σολομώντια λύση = Σημαίνει λύση σε κάποιο δύσκολο πρόβλημα ή δίλημμα, που
θεωρείται σοφή, δίκαιη αλλά και ενδεχομένως σκληρή.
*Στίχος του Νικήτα Κλιντ από το "Λόγια Λόγια"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου