Δευτέρα 15 Απριλίου 2013

Σαράντα

Δύο μέρες τώρα ένας μίνι καύσωνας έχει εγκατασταθεί στην πόλη μας.Ξεκίνησε με 35 βαθμούς Κελσίου και σήμερα ο υδράργυρος σαράντισε. Αποτέλεσμα αυτού η μισή Αθήνα να καίγεται και η άλλη μισή να πνίγεται στον ιδρώτα. Ο γείτονας του τρίτου έκανε την καλύτερη δουλειά. Πήρε την γριά του και έκλεισε δωμάτιο στο νοσοκομείο. Σου λέει αν έρθει ο χάρος, μην με βρει στα μαρμαρένια αλώνια αλλά στα σαλόνια του Μετροπόλιταν. Κάλλιον το προλαμβάνειν παρά το θεραπεύειν*. Στο μπαλκόνι δεν στέκεσαι ούτε λεπτό. Από την υπερβολική ζέστη σου κόβεται η αναπνοή. Στο σπίτι έχω ανοίξει πόρτες και παράθυρα για να σχηματιστεί ρεύμα αλλά δεν σαλεύει φύλλο. Μέχρι και την εξώπορτα άνοιξα αλλά ίχνος από αέρα. Ο μόνος που μπήκε και αυτός κοπανιστός ήταν ο διαχειριστής που ζητούσε τα κοινόχρηστα. Για καλή μου τύχη ήμουν στο μπάνιο και ο διάλογος συνεχίστηκε με αυτόν απέξω να γκαρίζει και μένα μέσα να βρέχομαι στη ντουζιέρα για νιοστή φορά. Επέμενε ότι δεν θα έφευγε αν δεν έπαιρνε τα χρήματα και όταν του είπα ότι το μόνο που μπορούσε να πάρει αυτή την στιγμή ήταν τα σκουπίδια θύμωσε τόσο πολύ που φεύγοντας μου βρόντηξε την εξώπορτα. Δεν τον αδικώ. Θύμα θερμοπληξίας και αυτός.
Την τελευταία μισή ώρα έχω σκαλώσει στην ώρα. Κάθομαι στην καρέκλα και παρατηρώ
τον ωροδείκτη και τον λεπτοδείκτη. Στο διάστημα της ώρας μια φορά εφάπτονται και όλες
τις άλλες μένουν χώρια. Το βλέμμα του χρόνου είναι το καντράν του ρολογιού. Αν είχε
πρόσωπο θα ήταν σαν την "Μόνα Λίζα" του Ντα Βίντσι. Από όποια γωνιά και να την δεις
θαρρείς ότι σε κοιτά. Μερικές φορές ο χρόνος είναι αδυσώπητος. Όταν σε κυνηγάει αυτός,
βιάζεσαι και όταν τον κυνηγάς εσύ, κυλάει αργά και βασανιστικά. Έχω δώσει ραντεβού με
τον Άγγελο να πάμε για μπάνιο και τον περιμένω από στιγμή σε στιγμή. Μέσα σε ένα σακίδιο
ρίχνω μια πετσέτα, ένα βιβλίο, γυαλιά ηλίου, κινητό και τσιγάρα και μόλις ακούω τον ήχο
της μπέμπας να μουγκρίζει, κατεβαίνω.
- Καλώς τον, μου κάνει ο Άγγελος στο τιμόνι μαρσάρωντας επιδεικτικά.
- Θες να την πάρω εγώ? λέω και κινούμαι προς την θέση του οδηγού
- Είσαι σίγουρος ότι μπορείς να κουλαντρίσεις 420 άλογα?
- Θα τα ξεπατώσω...
- Αυτό είναι που φοβάμαι , μου λέει και ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού. Μπαίνω μέσα
- Την μπέμπα μου δεν την μοιράζομαι με κανέναν
- Το ξέρω, αλλά είπα να δοκιμάσω. Για που είμαστε?
- Τι λες για Σούνιο?
- Αμόλα..
Αφήνει συμπλέκτη και πατώντας γκάζι μπαίνει αριστερά στην Χρεμωνίδου με
χειρόφρενο. Η μπέμπα σπινιάρει στην άσφαλτο κάνοντας θόρυβο και ο
Άγγελος γίνεται αποδέκτης αποδοκιμασιών και φάσκελων. Στην παραλιακή
δεν βρίσκουμε ιδιαίτερη κίνηση και εν μέσω σφήνας και καγκουριάς
φτάνουμε στο Σούνιο σε τρία τέταρτα. Η καφτή αίσθηση του αέρα που είχα
στο πρόσωπο μου σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής με οδηγεί κατευθείαν
στη θάλασσα. Ο Άγγελος παρκάρει σε θέση περιωπής* και αφού επιλέγει
ξαπλώστρες, παραγγέλνει καφέδες και πασαλείβεται με μπόλικο δείκτη
προστασίας. Η βουτιά με επαναφέρει στα συγκαλά μου. Ο ήλιος έχει αφήσει
την στάμπα του στο κεφάλι μου και το αλατισμένο νερό λειτουργεί
αναζωογονητικά. Όταν βγαίνω έξω νοιώθω άλλος άνθρωπος
- Δεν θα πέσεις? ρωτάω τον Άγγελο που έχει τραβήξει την ξαπλώστρα έτσι ώστε να τον βλέπει ο ήλιος ολόκληρο.
- Αργότερα. Τώρα θέλω να μαυρίσω
- Νομίζω ότι ήρθαμε εδώ για να κρυφτούμε από τον ήλιο?
- Λάθος νομίζεις. Βλέπεις δεν έχουμε όλη την δική σου μελανίνη* για να αράζουμε στην σκιά
- Τι να κάνουμε? Η φύση εδώ, μου στάθηκε γενναιόδωρη.
- Άστο τώρα αυτό και λύσε μου μια απορία?
- Ακούω
- Ώρα δύο.. Με τρόπο.. Η τύπισσα με τα ατελείωτα πόδια. Τι γυρεύει με αυτόν τον ασβό?
Γυρνώ και βλέπω μια ξανθιά Παναγιά. Ένα άλογο. Ένα καθαρόαιμο. Το γκανιάν*
στον υππόδρομο. Και δίπλα της ένα απολειφάδι*. Ένα δείγμα από σουβλάκι. Ένα
υπόθετο.
- Φαντάζομαι για να την προσέχουμε. Όλες οι ωραίες γυναίκες καταλήγουν στο τέλος με μισερά*. Η ματαιοδοξία της ωραίας γυναίκας είναι να έχει στραμένη την προσοχή των ανδρών για πάντα.
- Ωραίος. Πες μου κάτι άλλο τώρα. Ώρα έξι.. Μη καρφώνεσαι ρε μαλάκα... Τι λες?
Απέναντι μας κάθονται δύο αγόρια που χαριεντίζονται μεταξύ τους. Τα
σώματα τους θυμίζουν Κούρο* και η ερωτική τους διάθεση ολοένα και
μεγαλώνει. Αλείφονται με λάδι και χασκογελούν αδιαφορώντας για τα
βλέμματα του κόσμου.
- Δεν έχω να πω τίποτα
- Έσκασαν εδώ με ένα Hummer. Κρύφτηκε ο ήλιος για λίγο. Άσε που φορούν Rolex στα χέρια. Ρε γαμώτο δεν έχω δει ποτέ gay φτωχομπινέ, απορεί ο Άγγελος
- Ίσως γιατί δεν τους απασχόλησε ποτέ το μυαλό καμιά γυναίκα.
- Δηλαδή πρέπει να είσαι gay για να έχεις πολλά χρήματα?
- Εξαιρείσαι εσύ αγορίνα μου
- Γιατί εγώ?
- Τα βρήκες έτοιμα!
Ένας μικροπωλητής που πουλάει λουκουμάδες περνάει από μπροστά μας και
ο Άγγελος του κάνει νόημα. Αγοράζει τρεις λουκουμάδες αλλά δεν δοκιμάζει
κανέναν.
- Αυτό ρε φίλε που κάνεις δεν το χω καταλάβει ακόμα, του κάνω
- Σου χω πει ρε! Παιδικό απωθημένο. Πιτσιρικάς που τον ζητούσα, δεν μπορούσα να τον έχω
- Ενώ τώρα που τον έχεις, δεν μπορείς να τον φας!
- Δεν είναι ο λουκουμάς. Είναι όλη η διαδικασία
- Και με πόσους λουκουμάδες θα σου περάσει?
- Ρε άντε γαμίσου...
Λίγο παρά πέρα δύο πιτσιρικάδες με τετραγωνάκια κοιλιακούς παίζουν ρακέτες
- Ρε μαγκίτες, κάνει εκνευρισμένος ο Άγγελος, δε πάτε παρακάτω.. Μας ζαλίσατε με το τάκα τούκα!
Οι πιτσιρικάδες κάτι πάνε να πουν αλλά τα δύο μέτρα πάρα τρία εκατοστά
του Άγγελου που αντικρύζουν, τους κάνει να αλλάξουν γνώμη. Παίρνουν τα
κουβαδάκια τους και μετακομίζουν.
- Στέφανε, ώρα τέσσερις. Γύρνα άφοβα. Πάρτον
Παραδίπλα μας είναι ένας δασύτριχος βελέντζας* που δοκιμάζει το νερό με τις φτέρνες του
- Θα πέσει με τα ρούχα? ρωτάω
- Μπα θα το βγάλει το πουλόβερ? συνεχίζει ο Άγγελος
- Δεν είναι πουλόβερ
- Τι είναι?
- Ζιβάγκο
Αράζω στη ξαπλώστρα και πίνω μια γουλιά καφέ. Φοράω τα γυαλιά ηλίου και
πιάνω στα χέρια μου το βιβλίο που έφερα μαζί μου. Ο Άγγελος, το παίρνει
και διαβάζει δυνατά
- "Η πτώση" του Άλμπερτ Καμύ. Αρχίζει να με ανησυχεί η περίπτωση σου, μου κάνει συγκαταβατικά
Εκείνη την στιγμή ένας Αφρικανός πλανόδιος με cd μας πλησιάζει. Ο
Άγγελος δεν χάνει ευκαιρία
- Πως σε λένε πατρίδα?
- Ντικέμπε
- Και από που είσαι?
- Κινσάσα, Κονγκό
- Πόσα χρόνια είσαι στην Ελλάδα?
- Πέντε
Πιάνει στα χέρια του τα cd και ψάχνει.
- Το απωθημένο σου εκτός από λουκουμάδες περιλαμβάνει και cd? απορώ
- Στον Καμύ σου εσύ!
Τότε ο Ντικέμπε μας ξαφνιάζει
- Εσύ Γκαμύ? με ρωτά
- Ναι
- Και γω Γκαμύ!!
- Αλήθεια?
- Ντικέμπε αρέσει πολύ Γκαμύ..
Για δες. Άλλη γη. Άλλη γλώσσα. Άλλη κουλτούρα. Και όμως να, κάτι που μας
ενώνει. Αυτός εκεί. Εγώ εδώ. Μια γέφυρα. Ένα όνομα. Άλμπερτ Καμύ.
- Ποιο σου αρέσει? ρωτάω
- Τα πάντα Γκαμύ...
- Στέφανε δεν διαβάζει Καμύ, νομίζω θέλει να σε γκαμύ...,κάνει ο Άγγελος πονηρεμένα
- Ρε Ντικέμπε τι γκαμύ? κάνω υποψιασμένος
- Εσένα γκαμύ!!
Ο Άγγελος ξεκαρδίζεται
- Βρε άντε γκαμύ και οι δυο σας, κάνω, σηκώνομαι, βάζω τη βερμούδα μου και φεύγω.
Λίγα μέτρα παραπέρα ένα αυτοσχέδιο μπαρ, περίπου πάνω στη θάλασσα, ίσα να
το χτυπάει το κύμα προσφέρεται ανεπιφύλακτα σε αυτούς που θέλουν να
χαλαρώσουν στους ρυθμούς του Bob Marley και των UB40, παρέα με κάποιο
ποτό ή αναψυκτικό. Βασική προυπόθεση να είναι παγωμένο. Πλησιάζω και
βλέπω πίσω από την μπάρα έναν τύπο μεσαίου αναστήματος με λευκό κάπρι
και χαβανέζικο πουκάμισο να βάζει ποτά, να τα σερβίρει και να δίνει
ρυθμό χτυπώντας ένα καμπανάκι που βρίσκεται ακριβώς από πάνω του. Πιο
πίσω παρατηρώ ακουμπισμένα κάτι δελτία στοιχημάτων και κάμποσες
στοιχηματικές εφημερίδες. Πολλές φορές οι άνθρωποι αποκαλύπτονται
μπροστά σου χωρίς καν να σου συστηθούν.
- Πως σε λένε φίλε μου? κάνω με ευγένεια
- Μηνά
- Λοιπόν Μηνά. Βάλε μου ένα λευκό ρούμι και ένα σφηνάκι τεκίλα
Γύρω από την μπάρα ένα ξύλινο δάπεδο μας χωρίζει από την θάλασσα. Λες
και αυτός που το σχεδίασε είχε κατά νου αυτό το δάπεδο να λειτουργήσει
σαν σανίδα σωτηρίας αν ποτέ το μπαρ έκανε την δική του ανταρσία ενάντια
στην παραλία και χάνονταν στο πέλαγος. Πάνω σε αυτό λικνίζονται μαγιό
κάθε κατηγορίας και φύλου. Ο ήχος του "Where i did go wrong" των UB40
λειτουργεί σαν βάλσαμο στα αυτιά μας και ο Μηνάς δεν αργεί να φέρει
την παραγγελία μου.
- 10 ευρώ, μου κάνει προστακτικά
- Σιγά ρε Μηνά! Κόντεψα να τα κάνω πάνω μου. Δεν ήρθα για ένα ποτό. Χαλάρωσε. Βάλε και σε σένα να πιεις κάτι.
- Δεν πίνω ποτέ, μου κάνει πολύ σοβαρά
- Γέλα τότε ρε Μηνά!! Θες οι πελάτες σου να κάνουν κατανάλωση ή να χέζονται πάνω τους?
Ο Μηνάς δείχνει να καταλαβαίνει και γω κερδίζω χρόνο. Μετά από κάμποσα
ποτά βάζω τα χέρια στις τσέπες και κάνω πως ψάχνω χρήματα
- Μηνά έλα να λογαριαστούμε?
- 65 ευρώ είναι όλα μαζί
- Μάγκα μου σε πάω στοίχημα ότι πίνω πιο γρήγορα δύο γεμάτα ποτήρια μπύρα από ότι εσύ ένα σφηνάκι νερό?
- Είσαι μεθυσμένος και λες μαλακίες
- Σίγουρα είμαι, αλλά μαλακίες δεν λέω. Λοιπόν τι λες? Αν κερδίσω, τα ποτά μου και ότι πιω μέχρι να φύγω είναι κερασμένα.Αν χάσω πληρώνεσαι τα διπλά.
Ο Μηνάς βάζει σε δύο ποτήρια μπύρα και σε ένα σφηνάκι νερό. Τα φέρνει
μπροστά μου. Ποντάρει γιατί με θεωρεί μεθυσμένο. Αυτό, τον κάνει να μην
σκέφτεται καθαρά.
- Θα είναι τα πιο εύκολα λεφτά που έβγαλα ποτέ μου, μου κάνει και πανηγυρίζει ήδη.
- Με δύο όρους, του λέω, δεν αγγίζεις τα ποτά μου και γω δεν αγγίζω τα δικά σου
- Και ο δεύτερος?
- Ξεκινάς να πίνεις το σφηνάκι σου, όταν ακουμπήσω κάτω άδειο το πρώτο ποτήρι μπύρα.
- Θες προβάδισμα ε?  Καλά, αν θες ξεκίνα να πίνεις και από το δεύτερο. Σου κάνω τη χάρη.
- Δεν χρειάζεται. Μου αρκεί το πρώτο. Σύμφωνοι?
- Σύμφωνοι
Δίπλα μας κάθεται ένας σαπιοκοιλιάς που κεκεδίζει ελαφρώς. Έχει πάρει
γραμμή τι σκαρώνεται και δέχεται να συμμετάσχει ως κριτής. Όταν όλα
είναι έτοιμα λέω άσπρο πάτο και κατεβάζω το πρώτο ποτήρι με την μπύρα.
Όταν τελειώνω και πριν το ακουμπήσω στον πάγκο το αναποδογυρίζω και
σκέπαζω το σφηνάκι με το νερό. Ο Μηνάς μένει μαλάκας και με παρατηρεί
καθώς κατεβάζω χωρίς άγχος το δεύτερο ποτήρι μπύρα. Στο τέλος ξεσπά
- Αυτό είναι πουστιά, κάνει με νεύρο
- Μη..Μη..Μηνά δεν υπάρχει που..που..που..πουστιά. Ο ψηλός σε πη..πη..πη..πήδηξε, αποφαίνεται ο κριτής και ο Μηνάς ευθυγραμμίζεται με την ήττα.
Εκείνη την στιγμή πλησιάζει ο Άγγελος με δύο κοπέλες. Βλέπω δεν έχασε
την ευκαιρία. Αυτό το παιδί πυροβολεί πιο γρήγορα και από την σκιά του.
- Στέφανε να σου γνωρίσω τις φίλες μου.Την Φιλιώ και την Ερατώ.Κορίτσια από δω ο κολλητός μου.
- Ουάου, κάνω, τα ονόματα σας κορίτσια γεννούν προσδοκίες... Ευχαριστούμε Άγγελε. Μπορείς να πηγαίνεις.
- Συγχωρέστε τον κολλητό μου. Άρχισε ήδη να του λείπει ο Ντικέμπε...
- Ο Ντικέμπε ποιος είναι? απορούν τα κορίτσια
- Ο Ντικέμπε είναι...
- Ο παπαγάλος μου. Ταξιδεύει αυτή την ώρα για το Κονγκό, διακόπτω τον Άγγελο
- Του αρέσει να απαγγέλουν μαζί Καμύ! συνεχίζει το βιολί του
- Δεν φεύγεις τώρα μη σου Γκαμύ..? κάνω με νόημα
Ο Άγγελος φεύγει μαζί με την Φιλιώ και με αφήνει στο μπαρ με την Ερατώ. Φεύγοντας θέλει να έχει την τελευταία ατάκα.
- Ερατώ πρόσεχε το φίλο μου. Φιλοσοφεί ακατάπαυστα.
- Φιλιώ σου αρέσουν οι λουκουμάδες? την ρωτώ αγνοώντας τον Άγγελο.
- Όχι ιδιαίτερα, μου κάνει
- Με τον φίλο μου θα τους λατρέψεις!
Όταν μένω μόνος με την Ερατώ είμαι μεθυσμένος. Ο Bob Marley με το "3 little birds" μας κάνει παρέα.
- Τι θες να πιεις? τη ρωτάω ευγενικά
- Μια μπύρα
- Μηνά φέρε στη φίλη μου μία κρύα μπύρα. Και χαμογέλα λίγο είπαμε!
- Είναι φίλος σου? μου κάνει
- Ποιος? Ο Μηνάς?
- Ναι
- Βέβαια. Από τους πολύ καρδιακούς.
- Έρχεσαι συχνά εδώ?
- Πρώτη φορά.
Μπλοκάρει λίγο. Δείχνει μπερδεμένη. Την παρατηρώ καλύτερα. Πυρόξανθα
μαλλιά που φτάνουν μέχρι τους ώμους, καστανά μάτια και σαρκώδη χείλια.
Όχι ιδιαίτερα ψιλή με αρκετά καλογυμνασμένο σώμα. Το μαύρο μπικίνι
καλύπτει ένα καλοβαλμένο στητό στήθος και οι αλαβάστρινοι γλουτοί που
ακουμπούν στα πόδια της μοιάζουν σαν κίονες ιωνικού ρυθμού που θα ζήλευε
ακόμα και ο Φειδίας.
- Λοιπόν? της κάνω
- Λοιπόν τι?
- Πέρα από αυτοπεποίθηση, ευαισθησία και προσπάθεια που καταβάλλεις για
  να μου κάνεις καλή εντύπωση, τι άλλο επιδιώκεις?
- Όλα αυτά εγώ τα κάνω? απορεί
- Το μπικίνι που φοράς με τόση άνεση δείχνει γυναίκα σίγουρη για τον εαυτό της που δεν θέλει να κρύψει κάτι. Η φίλη σου ήρθε εδώ με παρεό. Το τατουάζ που έχεις χτυπήσει στην πλάτη δείχνει έναν κλόουν δακρυσμένο, δείγμα της ευαισθησίας σου που κρύβεις αρκετά καλά για να παριστάνεις την σκληρόπετση και τα κιτρινισμένα δάχτυλα δείχνουν εξάρτηση στην νικοτίνη αν και ακόμα δεν έχεις ανάψει τσιγάρο γεγονός που με κάνει να πιστεύω ότι το κάνεις για μένα...
- Νομίζω ότι χρειάζομαι ένα τσιγάρο, μου κάνει έκπληκτη.
Στρίβω ένα για μένα και ένα για αυτήν. Καπνίζουμε αμίλητοι.
- Χώρισα πρόσφατα, μου κάνει μετά από λίγο
- Το ξέρω..
- Χρειάζομαι έναν φίλο
- Έχω ήδη πολλούς..
- Δεν θέλω να κοιμηθώ μαζί σου
- Ούτε και γω...
Καθώς γυρνάμε με την Ερατώ στις ξαπλώστρες βρίσκουμε τον Άγγελο και την Φιλιώ αγκαλιά.
- Πως τα πήγατε εσείς? ρωτά πονηρά ο Άγγελος
- Μάλλον όχι όπως εσείς, απαντώ στον ίδιο τόνο.
Μαζεύουμε τα πράγματα ενώ ο ήχος των Fugees με το "Ready or not" μας
αποχαιρετά. Καθώς ο Άγγελος ξεπαρκάρει με πλησιάζει η ξανθιά Παναγιά.
- Φεύγεις? μου κάνει ναζιάρικα
- Όχι μωρό μου. Δεν πάω πουθενά. Θα μείνω μαζί σου. Για πάντα. Εσύ και γω.
- Πως..? Θέλω να παρκάρω στη θέση σου?
- Εξαφανίζομαι...
Στην επιστροφή τα κορίτσια έρχονται μαζί μας. Στο δρόμο ο Άγγελος
προτείνει σκυλάδικο για το βράδυ και το σκηνικό ψήνεται. Και τότε μια
κλήση στο κινητό μου, ανατρέπει όλα τα δεδομένα. Είναι ο Ανδρέας και δεν
ακούγεται καλά. Η μουσική στο αυτοκίνητο είναι στη διαπασών, τα κορίτσια
πίσω χορεύουν και με το ζόρι τον ακούω. Μου επαναλαμβάνει διαρκώς το
ίδιο πράγμα που εγώ αρνούμαι να πιστέψω και αδυνατώ να καταλάβω. Η ίδια
φράση που με στοιχιώνει ακόμα και τώρα.
- Στέφανε, ο πατέρας πέθανε....





*Ρήση που ανήκει στον Ιπποκράτη
*Περιωπή = Μεγάλη κοινωνική θέση
*Μελανίνη = Ουσία της επιδερμίδας που απορροφά την ηλιακή ακτινοβολία και
είναι υπεύθυνη για το μαύρο χρώμα του δέρματος
*Γκανιάν = Από την γαλλική λέξη gagnant, στις υπποδρομίες είναι το άλογο
που θεωρείται φαβορί για μια κούρσα.
*Απολειφάδι = Μικρό υπόλειμμα από σαπούνι. Μεταφορικά ο μικρόσωμος άνθρωπος.
*Μισερό = Ατελής, ανάπηρος σωματικά ή διανοητικά,σακάτης
*Κούρος = Αρχαϊκό άγαλμα εφήβου
*Βελέντζας =  Η βελέντζα είναι βαρύ, μάλλινο κλινοσκέπασμα




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου