- Το βρήκατε το κλειδί?
μου κάνει με στόμφο ένας γλοιώδης τύπος μετρίου αναστήματος με μαύρα μαλλιά χωρίστρα, καστανά μάτια, καχεκτικά ζυγωματικά, μικρή μύτη, στεγνό στόμα και στρογγυλό πηγούνι. Κάθεται πίσω από την ρεσεψιόν την στιγμή που περνώ από μπροστά του ζωσμένος με τσάντες, σωσίβια και μπρατσάκια και δεν μπαίνει καν στο κόπο να με βοηθήσει. Είναι η τρίτη μέρα στο νησί και η τέταρτη φορά που με ρωτά.Τι να του πεις τώρα? Θυμάμαι ότι το πήρα και μεταξύ παιδιών και αποσκευών, τό δωσα στην γυναίκα μου, η οποία με τη σειρά της το έδωσε στις καμαριέρες για να μεταφέρουν το παρκοκρέβατο στο δωμάτιο μας. Εκεί χάνονται τα ίχνη του γιατί οι τελευταίες ισχυρίζονται ότι άνοιξαν με δικό τους κλειδί - πασπαρτού.
- Δυστυχώς όχι, του απαντώ. Για να είμαι ειλικρινής δεν κατάφερα να ψάξω ακόμα, απολογούμαι
- Σας ρωτάω γιατί αν δεν το βρείτε θα πρέπει να βγάλω ένα καινούριο...
Και τι θες, να πάμε παρέα στον κλειδαρά? θέλω πολύ να του πω αλλά υπόσχομαι ότι θα ψάξω με την πρώτη ευκαιρία.
Το ξενοδοχείο είναι ριζωμένο σε μια μικρή προκυμαία καιρό τώρα εγκαταλειμμένη. Εκεί που παλιά έδεναν πολυτελή σκάφη και ιστιοφόρα, τώρα βρίσκονται μερικές τρύπιες ξαπλώστρες, κανά δυο ξεχαρβαλωμένες ομπρέλες και μπόλικες πλαστικές καρέκλες που όταν κάθεσαι πάνω τους, ιδρώνει ο κώλος σου και παίρνει το σχήμα τους. Το δωμάτιο είναι στο πρώτο όροφο και πας μόνο με τις σκάλες διότι ο αρχιτέκτονας δεν προνόησε ασανσέρ. Με τις σκάλες πας για πρωϊνό, με τις σκάλες πας στην πισίνα, με τις σκάλες πας στην παραλία, με τις σκάλες πας για φαγητό, με τις σκάλες γενικώς... Και αν έχεις μαζί σου καρότσι με κανά δυο μπαγκάζια και παιδιά, τότε τύφλα να 'χει ο Σουλεϊμάνογλου...