Τον παππού όταν έπεσε δεν τον άκουσε κανείς μας. Μια γειτόνισσα που έτυχε εκείνη την ώρα να βγάζει τα σεντόνια της για να αεριστούν, τον είδε να κρέμεται πάνω στα κάγκελα του μπαλκονιού με τις πυτζάμες και αντί να βγάλει φωνές, προτίμησε να μας πάρει τηλέφωνο. Μέχρι η κλήση της να προωθηθεί, ο παππούς είχε πηδήξει στο κενό. Ο μπαμπάς πετάχτηκε απ' το κρεβάτι και σχεδόν γυμνός κατέβηκε κάτω κλαίγοντας. Η μαμά κλείδωσε το μπαλκόνι και με πήρε αγκαλιά. Το μόνο που πρόλαβα να δω, ήταν την γαρδένια μας που είχε τσαλαπατηθεί - μάλλον από την προσπάθεια που κατέβαλε ο παππούς ν' ανεβεί στα κάγκελα - και την αριστερή χνουδωτή του παντόφλα. Την δεξιά την είχε πάρει μαζί του. Μού κανε εντύπωση αυτό, γιατί ήταν πολύ τακτικός. Πάντα με παρατηρούσε να μην περπατώ ξυπόλυτος στο σαλόνι και να μην ξεχνώ να τις φοράω. Τώρα όμως, αυτός πως είχε αφήσει τον εαυτό του να υποπέσει σε τέτοιο σφάλμα; Σίγουρα βιαζόταν. Δεν εξηγείται διαφορετικά.
Η κηδεία έγινε μία μέρα μετά. Το σπίτι στολίστηκε στα μαύρα, ο μπαμπάς κρύφτηκε πίσω από δύο μαύρα γυαλιά και η μαμά μαγείρεψε για όλους τους συγγενείς. Με μένα δεν ασχολήθηκε κανείς. Οι κηδείες αφορούν τους μεγάλους. Μόνο ο θείος μου ο Ζαχαρίας πήγε να μ' ανοίξει κουβέντα, αλλά η γυναίκα του - η θεία Μελπομένη - τον αποπήρε. Δεν είναι αυτές κουβέντες για παιδιά, τού 'πε ξερά και τον τράβηξε κοντά της. Έμεινα μόνος να χαζεύω όλο αυτό τον κόσμο που παρέλαυνε, έτρωγε, ευχόταν και έφευγε. Στην κουζίνα η θεία Ασημίνα και ο θείος Ανδρέας μιλούσαν χαμηλόφωνα. Κατηγορούσαν τον μπαμπά. Έλεγαν, ότι στην κατάσταση που ήταν ο γέρος, έπρεπε να τον προσέχει σαν τα μάτια του. Θα περίμεναν την διαθήκη και θα αποφάσιζαν ανάλογα, αν θα κινηθούν νομικά εναντίον του. Καϋμένε μπαμπά, μόνο εγώ ξέρω πόσο τον αγαπούσες! Στο σαλόνι, πάνω στο τζάκι η εικόνα του παππού δεσπόζει και μοιάζει έτοιμος να μου κλείσει το μάτι. Ποιος θα μου πει σήμερα παραμύθι;
Όταν έφυγε και ο τελευταίος συγγενής, η μαμά ξέσπασε σε λυγμούς. Κρύφτηκε στο μπάνιο και άνοιξε τον νεροχύτη για να μην την καταλάβω. Δύο βράδια πριν, είχε βγει στο μπαλκόνι να ποτίσει τις γλάστρες και ξέχασε να κλειδώσει. Θεωρούσε τον εαυτό της υπεύθυνο για ότι είχε συμβεί. Ο μπαμπάς, την πήρε αγκαλιά και κάτι της είπε στο αφτί που δεν κατάφερα ν' ακούσω. Μετά, πιασμένοι χέρι χέρι, κάθισαν στον καναπέ και ζήτησαν να μου μιλήσουν. Μου είπαν σε γενικές γραμμές ότι ο παππούς τον τελευταίο καιρό δεν ήταν καλά. Τα φάρμακα που τού 'διναν οι γιατροί δεν τά 'παιρνε, με αποτέλεσμα να γίνεται χειρότερα. Στην ηλικία που είχε φτάσει ήταν ικανός για όλα. Ακόμα και να πέσει από τον τρίτο. Τους έδειξα με τον τρόπο μου ότι καταλάβαινα αυτά που μου έλεγαν. Δεν ήθελα να τους αποκαλύψω την μεγάλη αλήθεια. Ήξερα ότι ο παππούς θα φύγει!
Εκείνο το μοιραίο βράδυ, σηκώθηκα να πιω νερό και είδα την πόρτα του μπαλκονιού ανοιχτή. Νυχοπατώντας βγήκα έξω. Ο ουρανός ήταν καθαρός και τ' αστέρια ακουμπούσαν πάνω του σαν μικρό ψηφιδωτό. Ήμουν έτοιμος να μπω μέσα επειδή κρύωνα, όταν ξαφνικά η φωνή του παππού με σταμάτησε
- Πάλι δεν φοράς τις παντόφλες σου;
Γύρισα και τον είδα να στέκεται με τα πόδια πάνω στο περβάζι ενώ με τα χέρια του κρατούσε το δοκάρι της τέντας. Ήταν αχτένιστος και με τα δόντια του δάγκωνε το παχύ μπουστάκι που σκέπαζε το άνω χείλος του.
- Παππού τι κάνεις πάνω στα κάγκελα;
- Ψάχνω νά βρω τα κουράγια μου...
- Θες να σε βοηθήσω ; του είπα και βάλθηκα να σκαρφαλώνω
- Για τον Θεό, αγόρι μου μη! Κατεβαίνω εγώ...
Πήδηξε από το περβάζι στο εσωτερικό της βεράντας και με πήρε αγκαλιά
- Πάμε μέσα παππού!
- Κοίτα πείσμα που τό χει. Ίδιος ο γέρος σου! έκανε αυτός και έκατσε στην καρέκλα της βεράντας με μένα πάνω του. Μέσα στα ζεστά του χέρια σταμάτησα να κρυώνω.
- Παππού πες μου ένα παραμύθι!
- Θες να σου πω ένα δίχως τέλος;
- Ναι, ένα που να μη τελειώνει ποτέ!
- Λοιπόν μια φορά και ένα καιρό ήταν ένα αγοράκι, σαν και σένα καλή ώρα, που η μοίρα το διάλεξε να χάσει την μαμά του και το μπαμπά του πολύ μικρό. Αυτό αντί να το αποθαρρύνει, το έκανε πολύ δυνατό και ατρόμητο. Φυλάχθηκε από έναν τρομερό πόλεμο και πολέμησε σ' έναν δεύτερο. Έζησε φτώχεια, πείνα, στερήσεις και κακουχίες. Τα μάτια του είδαν όλα τα κακά του κόσμου. Είδε πως είναι να πολεμάς με τους εχθρούς αλλά και πως να πολεμάς με τα αδέλφια σου. Φυλακίστηκε, εξορίστηκε και έτσι κατάλαβε τι σημαίνει να είσαι ελεύθερος. Ερωτεύτηκε, παντρεύτηκε, έκανε τρία παιδιά, γεύτηκε τις χαρές και τις πίκρες τους, τά σπούδασε, τά πάντρεψε, είδε εγγόνια, μέχρι και δισέγγονα. Αντίκρυσε τον θάνατο κατάματα αρκετές φορές και ποτέ δεν τον φοβήθηκε παρά μόνο μια φορά. Όταν αυτός, τού κλεψε στα μαρμαρένια αλώνια δύο πράσινα μάτια...
- Τι ήταν τα πράσινα μάτια παππού;
- Όλος ο κόσμος του! Τότε για πρώτη φορά ένοιωσε μόνος. Αφοσιώθηκε στα παιδιά του αλλά και αυτά μεγάλωσαν και είχαν τις δικές τους σκοτούρες. Η ζωή βλέπεις προχωρά μπροστά. Ζούσε στην δική τους εποχή. Η δική του είχε περάσει ανεπιστρεπτί. Έτσι τα χρόνια τον λύγισαν και τον γέμισαν με πληγές. Αυτόν, τον ατρόμητο πολεμιστή...
- Πήγε στους γιατρούς για τις πληγές;
- Και βέβαια πήγε! Εκείνοι τον γέμισαν μ' ένα σωρό φάρμακα...
- Έγινε καλά παππού;
- Για πολύ λίγο... Βλέπεις κάποια φάρμακα του πείραζαν το μυαλό και αναγκάστηκε να τα κόψει...
- Τι πάθαινε παππού;
- Ξεχνούσε... Και αυτός το μόνο πού 'θελε είναι να θυμάται!
- Και τι έγινε μετά?
- Ο ατρόμητος πολεμιστής μετά από πολύ σκέψη προτίμησε μια περήφανη έξοδο όρθιος παρά αρρωστημένα γηρατειά και κρεβατωμένος.
- Και έφυγε παππού;
- Όχι ακόμη! Ετοιμάζεται όμως. Φόρεσε την πανοπλία του, πήρε το σπαθί του και τώρα προσεύχεται...
- Και που θα πάει παππού;
- Μπορεί σ' άλλους κόσμους, μπορεί και πουθενά. Για το ταξίδι όμως είναι αποφασισμένος.
- Θα φύγεις παππού;
- Σώπα... Άκου τον ήχο της σιωπής... Πριν το τέλος πως μοιάζει η σιωπή σαν αγάπη μεγάλη*
- Παππού θ' ανέβεις πάλι στο περβάζι?
- Ησύχασε... Πάμε να σε βάλω για ύπνο!
- Και η συνέχεια;
- Μια ολόκληρη ζωή μπροστά σου...
Αυτά πάνω κάτω ήταν τα τελευταία λόγια του παππού τα οποία εκμυστηρεύτηκε σε μένα. Εκ των υστέρων βέβαια μου γεννήθηκε μια απορία. Γιατί θά 'πρεπε ο ατρόμητος πολεμιστής να πέσει από τον τρίτο όροφο μιας πολυκατοικίας και να τσακιστεί; Γιατί να θέλει να τιμωρήσει με αυτό τον τρόπο τον εαυτό του; Αφού το είχε πάρει απόφαση, μπορούσε να κάτσει σε μια καρέκλα και να κρατήσει την ανάσα του; Ή να φάει μέχρι σκασμού; Δύο λύσεις σχετικά ανώδυνες...
Το επόμενο βράδυ τον είδα στον ύπνο μου και μού 'λυσε την απορία. Ήταν πάνω σ' ένα λευκό σύννεφο. Λυτρωμένος χόρευε με την γιαγιά μου. Έμοιαζαν και οι δύο τόσο ευτυχισμένοι. Ελεύθεροι. Και τότε συνειδητοποίησα ότι ο παππούς λίγο πριν το τέλος, έψαχνε να βρει τα κουράγια να ζήσει και όχι για να πεθάνει. Και όταν αποφάσισε να φύγει τό 'κανε όρθιος. Πέταξε στο πεπρωμένο του, σαν περήφανος αϊτός. Σαν ατρόμητος πολεμιστής. Και μια και το τέλος του παραμυθιού δεν έχει γραφτεί ακόμη... Που ξέρεις παππού; Mπορεί και να ξανασυναντηθούμε...
...στον παππού μου Χρήστο Τ. ( 1918 - 2009 )
* Στίχος της Λίνας Νικολακοπούλου από το "Πριν το τέλος"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου