Σκούπισε τον ιδρώτα από το μέτωπο με τα χέρια του και βάλθηκε να δοκιμάσει πάλι. Άρπαξε τα σκουροφαγωμένα κάγκελα με τις χούφτες του και τα στριφογύρισε μία αριστερά, μία δεξιά. Αυτά πάλλονταν στον ρυθμό του αλλά δεν έδειχναν ιδιαίτερα συνεργάσιμα. Ήταν βαθιά μέσα στο τσιμέντο η φωλιά τους και η υγρασία φαινόταν η μοναδική φίλη που έδινε κάποια χάρη στη κίνηση τους. Πότε από δω, πότε από κει, σού δινε την ψευδαίσθηση της ελευθερίας. Εκείνη την αίσθηση ότι θα έβγαζε το περιττό σίδερο που τον χώριζε από τον υπόλοιπο κόσμο και θα τρύπωνε πάλι σε αυτόν. Με αυτήν την εικόνα είχε πεισμώσει και δεν εγκατέλειπε. Και ας είχαν ματώσει οι παλάμες του από την συνεχόμενη τριβή. Πόσες ώρες άραγε είχε πιαστεί με δαύτα? Ξημέρωνε σε λίγο...
- Χάραξε Γέστα?
- Μόλις...
- Ακόμα παλεύεις με τα σίδερα?
- Θα μπορούσες να βάλεις ένα χεράκι...
- Τι νόημα έχει?
- Αυτό μην το ξαναπείς Δημά, γιατί σε πνίγω με τα χέρια μου πριν φτάσεις στο σταυρό...
Το ύφος που τον κοίταξε ήταν αρκετό για να μην ξαναμιλήσει. Τα μελιά μάτια κάτω από ένα ζευγάρι πυκνών φρυδιών που ζευγάρωνε με μία γαμψή γερακίσια μύτη ανάμεσα σε δύο ξεραγκιανά μάγουλα και ένα σμιλεμένο στόμα με ουλές στις άκρες των χειλιών, στεφανωμένο από κατσαρά μαύρα μαλλιά στέκονταν απέναντί του σε στάση προσοχής και τον εξέταζε εξονυχιστικά. Χαμήλωσε το βλέμμα του και προτίμησε να σιωπήσει.
- Αν είχα λίγο χρόνο ακόμα...
- Τι θα μας κάνουν Γέστα?
Άφησε τα κάγκελα και με τις πληγωμένες του γροθιές άρχισε να θωπεύει κάθε μεριά του τοίχου αν είναι κούφιος. Θυμήθηκε την μάνα του, γιατί πατέρα δεν γνώρισε. Πάντα τού λεγε νά χει το νου του. Να φυλάγεται. Να μην το βάζει κάτω. Ακόμα και όταν την βρήκε κατακρεουργημένη από τους Ρωμαίους λίγο πριν ξεψυχήσει, τον έβαλε να της υποσχεθεί πως ποτέ δεν θα κάτσει φρόνιμα. Πάντα θα ψάχνεται...
- Θα σχηματίσουν με δυο ξύλα το γράμμα Τ και εκεί, αφού μας δέσουν τα χέρια και τα πόδια οπισθάγκωνα, θα μας σταυρώσουν...
- Και θα πεθάνουμε Γέστα?
- Να το εύχεσαι γιατί αν δεν συμβεί, τότε σου σπάνε χέρια και πόδια...
- Και μετά?
- Λένε ότι ο πόνος είναι τόσος μεγάλος που παρακαλάς να σε σκοτώσουν επιτόπου...
- Και μετά?
- Δεν έχει μετά Δημά... Μετά σκοτάδι... Πίσσα...
- Δεν μπορεί...
- Πριν έρθεις στην ζωή τι θυμάσαι?
- Τίποτα
- Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα θυμάσαι μετά?
- Και η επόμενη ζωή που λένε και ευαγγελίζονται?
- Η γη της επαγγελίας θά ρθει σε αυτή την ζωή μόνο αν το πιστέψει ο άνθρωπος και μοχθήσει γι΄ αυτό.
- Δεν μπορεί να είσαι τόσο εγωϊστής αυτές τις στιγμές Γέστα?
- Έναν Θεό που με ξεχνά σε αυτή την ζωή, για να με θυμηθεί στην επόμενη στον χαρίζω...
- Δεν έχεις ιερό και όσιο πάνω σου άθεε! Νομίζεις ότι είσαι υπεράνω του Θεού και τον χρησιμοποιείς όπως εσύ νομίζεις... Θα καείς στην κόλαση...
- Μάλλον στον σταυρό, αλλά θα χω παρέα εσένα!
- Ύπαγε οπίσω μου σατανά!
- Γέστα με λένε...
Σταμάτησε να τον ενοχλεί όταν αντίκρυσε βουρκωμένα τα καστανά του μάτια. Τα κοντά ξανθά μαλλιά του άγγιζαν το ζαρωμένο του μέτωπο από τ' οποίο κατηφόριζε μια πλακουτσή μύτη και κατέληγε σε ένα μεγάλο στόμα στο οποίο αρμένιζαν δύο σειρές στραβά δόντια. Του άρεσε από παιδί να τον πειράζει. Τον βρήκε μόνο του, πριν δύο δεκαετίες, να ψάχνει για ένα ξεροκόμματο και το λυπήθηκε. Πατέρα και μάνα δεν γνώρισε και τον πήρε, καθότι μεγαλύτερος, υπό την προστασία του. Μαζί μπήκαν στην παρανομία και τους ένωσε το μίσος έναντια στον Ρωμαϊκό ζυγό. Αυτό τους έκανε αχώριστους. Ακόμα και μέσα στην φυλακή...
- Σύγχωρεσέ με που φάνηκα αδύναμος...
- Το έχω ξεχάσει ήδη, Δημά!
- Πως το λες αυτό? Αν δεν σταματούσες για μένα, τώρα θα ήσουν ελεύθερος...
- Αν ένα κομμάτι του εαυτού σου έμενε πίσω δεν θα σταμάταγες να το μαζέψεις?
- Νομίζω πως ναι...
- Και γω τι νομίζεις πως έκανα ανόητε!
Όλη την ώρα που του μιλούσε δεν σταμάτησε να ψάχνει τρόπο για να το σκάσουν από κει. Τράβαγε τα κάγκελα, χτυπούσε τους τοίχους, κλότσαγε την αμπαρένια πόρτα. Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι είχαν πιαστεί σαν τα ποντίκια. Είχε ξημερώσει για τα καλά και σε λίγο θα εμφανίζονταν οι Ρωμαίοι στρατιώτες.
- Γέστα τι κάνεις? Είναι ανώφελο πλέον..
- Τίποτα δεν είναι ανώφελο τ' ακούς? Τίποτα. Τα βλέπεις αυτά τα αδύναμα λιπόσαρκα πόδια που με κρατούν όρθιο? Θωρείς αυτά τα χέρια που σχηματίζουν γροθιές στον αέρα? Όσο λοιπόν θα βαστάνε θα παλεύω. Τ' ακούς. Θα παλεύω...
- Φοβάμαι Γέστα...
- Και γω!
- Αγκάλιασέ με...
Έπεσε στα πόδια του και τον έκλεισε μέσα στο στήθος του. Οι παλάμες του, έκαναν κύκλο και άγγιξαν τις πλάτες του. Μέσα εκεί κούρνιασε ο Δημάς. Μεμιάς στέγνωσαν τα δάκρυα του και ευχήθηκε να πεθάνει αυτή την ευλογημένη στιγμή. Όταν μπήκε ο εκατόνταρχος με δυσκολία τους χώρισε και αφού τους μαστίγωσε για τα καλά, απίθωσε στον καθένα από έναν σταυρό και τους έβαλε να τον σύρουν μέχρι τον Γολγοθά. Ο Γέστας όταν ξανάνοιξε τα χέρια του αντίκρυσε δύο καρφιά στολίδια και παρά το σφυροκόπημα στα πόδια του είχε το νου του στον Δημά που αργόσβηνε παραδίπλα του. Άρχισε να νοιώθει ένοχος. Είχε κάνει κάτι χειρότερο στον αδελφικό του φίλο απ' αυτό που είχαν κάνει οι Ρωμαίοι στρατιώτες. Τον είχε καρφώσει στην ψυχή αφού του 'χε στερήσει την ελπίδα. Την λύση την έδωσε ένας φουκαράς Ναζωραίος που θεωρούσε εαυτόν υιό του Θεού και έτυχε να σταυρώνεται ανάμεσά τους.
- Αν είσαι αυτός που λες, σώσε τον εαυτό σου, σώσε και εμάς...
τον χλεύασε δυνατά για να ξυπνήσει τον Δημά.
Ο τελευταίος, σαν να πήρε πνοή όρθωσε το ανάστημα του και με επιθανάτια φωνή λάλησε
- Εμείς δίκαια πληρώνουμε τα κρίματα μας, αυτός όμως δεν έκανε κάτι κακό...
Η υπόσχεση που έλαβε ο Δημάς ήταν αρκετή για να ξεψυχήσει ευτυχισμένα. Η θρησκεία, βλέπεις είναι μεγάλη παρηγοριά. Ερχόμαστε στο κόσμο αυτό, μωρά με άγνοια κινδύνου και φεύγουμε μεγάλοι μετά γνώσεως λόγου και φόβου. Μακάρισε τον φίλο του που είχε ένα γρήγορο τέλος. Ο θάνατος είναι κακός μονάχα όταν αργεί πολύ και αφήνει τον πόνο να σε ταπεινώσει. Αυτές τις σκέψεις έκανε ο Γέστας όταν ένας στρατιώτης πέρασε με μια βαριοπούλα και έσπασε συθέμελα τα πόδια του. Αυτό ήταν και το τελευταίο που κατάλαβε πριν κλείσει τα μάτια του. Αλλά δεν έπεσε σε μαύρο σκοτάδι όπως πίστευε. Είδε την μάνα του. Νέα και όμορφη να τον καλεί να πάει κοντά της. Όταν την πλησίασε, αυτή έβγαλε μια κραυγή
- Σήκω και πάλεψε!
και ήταν τόσο δυνατή που τον ξύπνησε από το λήθαργο στο οποίο βρισκόταν. Ήταν πλέον σούρουπο και βρίσκονταν κάτω από το σταυρό, στο έδαφος με τα καρφιά βγαλμένα. Με τις άκρες των ματιών του παρατήρησε τους Ρωμαίους στρατιώτες που στοίβαζαν τα πτώματα για να τα θάψουν στις χωματερές. Με τα τρυπημένα χέρια και τα σπασμένα του πόδια άρχισε να σέρνεται δεξιά και αριστερά για να ξεφύγει, μα ένας χιλίαρχος τον πήρε χαμπάρι και με το σπαθί στο χέρι, του διαπέρασε την καρωτίδα. Καθώς σκούπιζε το αίμα από το αιχμηρό μέταλλο, ένας Εβραίος από την Αριμαθαία ζήτησε προσωπικά το σώμα του Ναζωραίου για να το ενταφιάσει ο ίδιος. Έφερε μαζί του και τα απαραίτητα έγγραφα για κάτι τέτοιο, υπογεγραμμένα από τον Ρωμαίο Έπαρχο. Ο χιλίαρχος συμφώνησε μην μπορώντας να πράξει διαφορετικά. Βλέποντας από την μία τον νεκρό Γέστα και από την άλλη το σώμα του Χριστιανού που φυγαδεύονταν με συνοπτικές διαδικασίες, τοποθέτησε το σπαθί στη θήκη του και ευχήθηκε να είναι σύντομη η παραμονή του σ' αυτόν τον άθλιο αλλά και συνάμα μυστήριο τόπο...
- Χάραξε Γέστα?
- Μόλις...
- Ακόμα παλεύεις με τα σίδερα?
- Θα μπορούσες να βάλεις ένα χεράκι...
- Τι νόημα έχει?
- Αυτό μην το ξαναπείς Δημά, γιατί σε πνίγω με τα χέρια μου πριν φτάσεις στο σταυρό...
Το ύφος που τον κοίταξε ήταν αρκετό για να μην ξαναμιλήσει. Τα μελιά μάτια κάτω από ένα ζευγάρι πυκνών φρυδιών που ζευγάρωνε με μία γαμψή γερακίσια μύτη ανάμεσα σε δύο ξεραγκιανά μάγουλα και ένα σμιλεμένο στόμα με ουλές στις άκρες των χειλιών, στεφανωμένο από κατσαρά μαύρα μαλλιά στέκονταν απέναντί του σε στάση προσοχής και τον εξέταζε εξονυχιστικά. Χαμήλωσε το βλέμμα του και προτίμησε να σιωπήσει.
- Αν είχα λίγο χρόνο ακόμα...
- Τι θα μας κάνουν Γέστα?
Άφησε τα κάγκελα και με τις πληγωμένες του γροθιές άρχισε να θωπεύει κάθε μεριά του τοίχου αν είναι κούφιος. Θυμήθηκε την μάνα του, γιατί πατέρα δεν γνώρισε. Πάντα τού λεγε νά χει το νου του. Να φυλάγεται. Να μην το βάζει κάτω. Ακόμα και όταν την βρήκε κατακρεουργημένη από τους Ρωμαίους λίγο πριν ξεψυχήσει, τον έβαλε να της υποσχεθεί πως ποτέ δεν θα κάτσει φρόνιμα. Πάντα θα ψάχνεται...
- Θα σχηματίσουν με δυο ξύλα το γράμμα Τ και εκεί, αφού μας δέσουν τα χέρια και τα πόδια οπισθάγκωνα, θα μας σταυρώσουν...
- Και θα πεθάνουμε Γέστα?
- Να το εύχεσαι γιατί αν δεν συμβεί, τότε σου σπάνε χέρια και πόδια...
- Και μετά?
- Λένε ότι ο πόνος είναι τόσος μεγάλος που παρακαλάς να σε σκοτώσουν επιτόπου...
- Και μετά?
- Δεν έχει μετά Δημά... Μετά σκοτάδι... Πίσσα...
- Δεν μπορεί...
- Πριν έρθεις στην ζωή τι θυμάσαι?
- Τίποτα
- Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι θα θυμάσαι μετά?
- Και η επόμενη ζωή που λένε και ευαγγελίζονται?
- Η γη της επαγγελίας θά ρθει σε αυτή την ζωή μόνο αν το πιστέψει ο άνθρωπος και μοχθήσει γι΄ αυτό.
- Δεν μπορεί να είσαι τόσο εγωϊστής αυτές τις στιγμές Γέστα?
- Έναν Θεό που με ξεχνά σε αυτή την ζωή, για να με θυμηθεί στην επόμενη στον χαρίζω...
- Δεν έχεις ιερό και όσιο πάνω σου άθεε! Νομίζεις ότι είσαι υπεράνω του Θεού και τον χρησιμοποιείς όπως εσύ νομίζεις... Θα καείς στην κόλαση...
- Μάλλον στον σταυρό, αλλά θα χω παρέα εσένα!
- Ύπαγε οπίσω μου σατανά!
- Γέστα με λένε...
Σταμάτησε να τον ενοχλεί όταν αντίκρυσε βουρκωμένα τα καστανά του μάτια. Τα κοντά ξανθά μαλλιά του άγγιζαν το ζαρωμένο του μέτωπο από τ' οποίο κατηφόριζε μια πλακουτσή μύτη και κατέληγε σε ένα μεγάλο στόμα στο οποίο αρμένιζαν δύο σειρές στραβά δόντια. Του άρεσε από παιδί να τον πειράζει. Τον βρήκε μόνο του, πριν δύο δεκαετίες, να ψάχνει για ένα ξεροκόμματο και το λυπήθηκε. Πατέρα και μάνα δεν γνώρισε και τον πήρε, καθότι μεγαλύτερος, υπό την προστασία του. Μαζί μπήκαν στην παρανομία και τους ένωσε το μίσος έναντια στον Ρωμαϊκό ζυγό. Αυτό τους έκανε αχώριστους. Ακόμα και μέσα στην φυλακή...
- Σύγχωρεσέ με που φάνηκα αδύναμος...
- Το έχω ξεχάσει ήδη, Δημά!
- Πως το λες αυτό? Αν δεν σταματούσες για μένα, τώρα θα ήσουν ελεύθερος...
- Αν ένα κομμάτι του εαυτού σου έμενε πίσω δεν θα σταμάταγες να το μαζέψεις?
- Νομίζω πως ναι...
- Και γω τι νομίζεις πως έκανα ανόητε!
Όλη την ώρα που του μιλούσε δεν σταμάτησε να ψάχνει τρόπο για να το σκάσουν από κει. Τράβαγε τα κάγκελα, χτυπούσε τους τοίχους, κλότσαγε την αμπαρένια πόρτα. Δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι είχαν πιαστεί σαν τα ποντίκια. Είχε ξημερώσει για τα καλά και σε λίγο θα εμφανίζονταν οι Ρωμαίοι στρατιώτες.
- Γέστα τι κάνεις? Είναι ανώφελο πλέον..
- Τίποτα δεν είναι ανώφελο τ' ακούς? Τίποτα. Τα βλέπεις αυτά τα αδύναμα λιπόσαρκα πόδια που με κρατούν όρθιο? Θωρείς αυτά τα χέρια που σχηματίζουν γροθιές στον αέρα? Όσο λοιπόν θα βαστάνε θα παλεύω. Τ' ακούς. Θα παλεύω...
- Φοβάμαι Γέστα...
- Και γω!
- Αγκάλιασέ με...
Έπεσε στα πόδια του και τον έκλεισε μέσα στο στήθος του. Οι παλάμες του, έκαναν κύκλο και άγγιξαν τις πλάτες του. Μέσα εκεί κούρνιασε ο Δημάς. Μεμιάς στέγνωσαν τα δάκρυα του και ευχήθηκε να πεθάνει αυτή την ευλογημένη στιγμή. Όταν μπήκε ο εκατόνταρχος με δυσκολία τους χώρισε και αφού τους μαστίγωσε για τα καλά, απίθωσε στον καθένα από έναν σταυρό και τους έβαλε να τον σύρουν μέχρι τον Γολγοθά. Ο Γέστας όταν ξανάνοιξε τα χέρια του αντίκρυσε δύο καρφιά στολίδια και παρά το σφυροκόπημα στα πόδια του είχε το νου του στον Δημά που αργόσβηνε παραδίπλα του. Άρχισε να νοιώθει ένοχος. Είχε κάνει κάτι χειρότερο στον αδελφικό του φίλο απ' αυτό που είχαν κάνει οι Ρωμαίοι στρατιώτες. Τον είχε καρφώσει στην ψυχή αφού του 'χε στερήσει την ελπίδα. Την λύση την έδωσε ένας φουκαράς Ναζωραίος που θεωρούσε εαυτόν υιό του Θεού και έτυχε να σταυρώνεται ανάμεσά τους.
- Αν είσαι αυτός που λες, σώσε τον εαυτό σου, σώσε και εμάς...
τον χλεύασε δυνατά για να ξυπνήσει τον Δημά.
Ο τελευταίος, σαν να πήρε πνοή όρθωσε το ανάστημα του και με επιθανάτια φωνή λάλησε
- Εμείς δίκαια πληρώνουμε τα κρίματα μας, αυτός όμως δεν έκανε κάτι κακό...
Η υπόσχεση που έλαβε ο Δημάς ήταν αρκετή για να ξεψυχήσει ευτυχισμένα. Η θρησκεία, βλέπεις είναι μεγάλη παρηγοριά. Ερχόμαστε στο κόσμο αυτό, μωρά με άγνοια κινδύνου και φεύγουμε μεγάλοι μετά γνώσεως λόγου και φόβου. Μακάρισε τον φίλο του που είχε ένα γρήγορο τέλος. Ο θάνατος είναι κακός μονάχα όταν αργεί πολύ και αφήνει τον πόνο να σε ταπεινώσει. Αυτές τις σκέψεις έκανε ο Γέστας όταν ένας στρατιώτης πέρασε με μια βαριοπούλα και έσπασε συθέμελα τα πόδια του. Αυτό ήταν και το τελευταίο που κατάλαβε πριν κλείσει τα μάτια του. Αλλά δεν έπεσε σε μαύρο σκοτάδι όπως πίστευε. Είδε την μάνα του. Νέα και όμορφη να τον καλεί να πάει κοντά της. Όταν την πλησίασε, αυτή έβγαλε μια κραυγή
- Σήκω και πάλεψε!
και ήταν τόσο δυνατή που τον ξύπνησε από το λήθαργο στο οποίο βρισκόταν. Ήταν πλέον σούρουπο και βρίσκονταν κάτω από το σταυρό, στο έδαφος με τα καρφιά βγαλμένα. Με τις άκρες των ματιών του παρατήρησε τους Ρωμαίους στρατιώτες που στοίβαζαν τα πτώματα για να τα θάψουν στις χωματερές. Με τα τρυπημένα χέρια και τα σπασμένα του πόδια άρχισε να σέρνεται δεξιά και αριστερά για να ξεφύγει, μα ένας χιλίαρχος τον πήρε χαμπάρι και με το σπαθί στο χέρι, του διαπέρασε την καρωτίδα. Καθώς σκούπιζε το αίμα από το αιχμηρό μέταλλο, ένας Εβραίος από την Αριμαθαία ζήτησε προσωπικά το σώμα του Ναζωραίου για να το ενταφιάσει ο ίδιος. Έφερε μαζί του και τα απαραίτητα έγγραφα για κάτι τέτοιο, υπογεγραμμένα από τον Ρωμαίο Έπαρχο. Ο χιλίαρχος συμφώνησε μην μπορώντας να πράξει διαφορετικά. Βλέποντας από την μία τον νεκρό Γέστα και από την άλλη το σώμα του Χριστιανού που φυγαδεύονταν με συνοπτικές διαδικασίες, τοποθέτησε το σπαθί στη θήκη του και ευχήθηκε να είναι σύντομη η παραμονή του σ' αυτόν τον άθλιο αλλά και συνάμα μυστήριο τόπο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου