Δεν το πιστεύω πως έμπλεξα έτσι! Δεν λέω, στην αρχή είχε την πλάκα του. Για νά 'μαι ειλικρινής ένοιωσα και λίγο κολακευμένη. Αλλά δω που φτάσαμε νομίζω ότι παρατράβηξε το αστείο. Θέλω λοιπόν να σας εξομολογηθώ τα πάντα χωρίς να αποκρύψω τίποτα. Γιατί ως γνωστόν, αμαρτία εξομολογημένη ουκ έστιν αμαρτία. Ονομάζομαι Χαρά Λ., είμαι από την Βέροια και τον προσεχή Νοέμβριο θα κλείσω τα είκοσι. Τα τελευταία δύο χρόνια έχω μετακομίσει στην Αθήνα λόγω σπουδών και διαμένω στο Γουδί, Ανθέμων 124. Παρακολουθώ ανελλιπώς τα μαθήματα της σχολής μου και τον ελεύθερο χρόνο που έχω, τον μοιράζω μεταξύ δανειστικής βιβλιοθήκης και σε περιπάτους στο κέντρο της πρωτεύουσας. Διάγω μια ήσυχη φοιτητική ζωή. Κοινοβιακή θα μπορούσα να την χαρακτηρίσω. Και ξαφνικά μια απονεύρωση σου ανοίγει μία τρύπα στο δόντι και από κει μέσα ξεπροβάλλει μια δίνη, ικανή να συμπαρασύρει και να ρουφήξει όλη την υποτιθέμενη ευτυχία σου στην άβυσσο.
Όλα ξεκίνησαν πριν ένα μήνα, στο οδοντιατρείο του κυρίου Θανάση Ξαγοράρη που βρίσκεται στην Παπαδιαμαντοπούλου 240, στον 3ο όροφο. Δεν σας κρύβω ότι από παιδί έχω έναν φόβο απέναντι στους άντρες που φοράνε άσπρη ποδιά και αφού σου ρίχνουν έναν φωτεινό προβολέα στο κεφάλι σου, σε προστάζουν ν' ανοίξεις το στόμα. Για τον συγκεκριμμένο κύριο όμως, είχα εξαιρετικές συστάσεις και αφού έκλεισα ραντεβού, βρέθηκα στο γραφείο του μια Πέμπτη μεσημέρι. Έφτασα λίγο καθυστερημένα και έκατσα στα δεξιά ενός τριθέσιου δερμάτινου καναπέ στο χρώμα της ώχρας. Αριστερά μου, κάθονταν μία ηλικιωμένη γυναίκα αρκετά μαυρισμένη. Το κεφάλι της σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα ήταν μεγαλύτερο και ο ρυτιδιασμένος της λαιμός έμοιαζε ανήμπορος να το σηκώσει. Μιλούσε στο κινητό και χασκογελούσε. Απέναντι, σε μια πολυθρόνα ίδιου χρώματος με τον καναπέ, ένα αγόρι περίπου στην ηλικία μου, έδειχνε απορροφημένο διαβάζοντας με θρησκευτική ευλάβεια κάποιο περιοδικό. Είχα στην τσάντα μου, τον "Ηλίθιο" του Ντοστογέφσκι και σκέφτηκα να του ρίξω μια ματιά μέχρι να έρθει η δική μου σειρά. Μου φάνηκε όμως ότι δεν κόλλαγε με την ατμόσφαιρα και άλλαξα γνώμη. Γέλασα μάλιστα με τον εαυτό μου που έκανε αυτή την σκέψη. Ξαφνικά, ένοιωσα το βλέμμα του αγοριού να με παρατηρεί σχολαστικά. Να μ' εξετάζει εξονυχιστικά από πάνω μέχρι κάτω. Έβγαλα τα γυαλιά που φορούσα και τον κοίταξα κατάματα. Μάλλον ντράπηκε γιατί αμέσως ξαναρίχτηκε με μανία στο περιοδικό. Τότε τον πρόσεξα καλά και γω. Είχε ατημέλητα σγουρά μαύρα μαλλιά, μάτια καστανά σαν κουμπότρυπες και φαρδιά μύτη. Τα πρησμένα ζυγωματικά του, έπεφταν με φόρα πάνω στα μάγουλα που τα στόλιζε ένα αραιό μαύρο γενάκι. Από τους μορφασμούς στο πρόσωπό του, κατάλαβα ότι διαβάζει κάτι πολύ σοβαρό. Έμοιαζε να θέλει να το αποστηθίσει. Φορούσε ένα ροζ κοντομάνικο πουκάμισο, λευκή βερμούδα και μαύρες εσπαντρίγιες στα πόδια. Ξέρετε, τα παπούτσια που φορούν συνήθως οι συνταξιούχοι όταν υποφέρουν από κάλους στα πόδια. Όταν σταμάτησα να τον παρατηρώ, ξεκίνησε πάλι αυτός. Άρχισε να μου αρέσει όλο αυτό. Με κοιτούσε λες και ήθελε να με ανακαλύψει. Εξερευνούσε πόντο πόντο, κάθε σπιθαμή του εαυτού μου. Προς Θεού, μην πάει ο νους σας στο πονηρό και στο πρόστυχο. Το βλέμμα του είχε κάτι αθώο και ταυτόχρονα παιδικό. Μέχρι να τον φωνάξει ο γιατρός εξακολούθησε να με κοιτά σαν χαζοχαρούμενος. Όταν εδέησε και τον κάλεσε, έμαθα και πως τον λένε. Αλέξανδρος ήταν τ' όνομά του. Παράτησε το περιοδικό ανοικτό και μπήκε μέσα. Μου έκανε εντύπωση που δεν τό 'κλεισε και σκέφτηκα ότι ίσως ήθελε να μου περάσει υπόγεια ένα μήνυμα ή κάποιο τηλέφωνο τ' οποίο έγραψε στα πεταχτά. Σηκώθηκα λοιπόν με τρόπο και το πήρα στα χέρια μου. Έπεσα από τα σύννεφα όταν διαπίστωσα ότι τόση ώρα διάβαζε ένα χαζό άρθρο που συμβούλευε τους άντρες 20 τρόπους - Περίεργο γιατί 20? Γιατί όχι 18? Ή 21? - για να πηδήξουν πριν κλείσουν τα είκοσι. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο άσχημα ένοιωσα εκείνη την στιγμή. Ποιο ηλίθια και από τον "Ηλίθιο" του Ντοστογέφσκι. Τά 'βαλα με τον εαυτό μου που νόμισα ότι αυτός ήταν διαφορετικός. Άλλα όλα τα γουρούνια την ίδια φάτσα έχουν. Δεν άφησα να με πάρει από κάτω και δεν έδωσα άλλη συνέχεια. Ξέρω ότι σας έχω κουράσει με όλες αυτές τις λεπτομέρειες αλλά σας υπόσχομαι ότι σύντομα θα καταλήξω. Μετά τ'οδοντιατρείο λοιπόν, θεώρησα το συμβάν λήξαν και συνέχισα την ζωή μου.
Δύο μέρες μετά, σε μια βιτρίνα που χάζευα κάτι γόβες, πρόσεξα από τον καθρέφτη του μαγαζιού το είδωλο του Αλέξανδρου. Ήταν ακριβώς απέναντι και με παρακολουθούσε. Πάγωσε το αίμα μου. Ο τύπος τελικά ήταν ψυχανώμαλος και γω μάλλον η ψύχωση του. Δεν έχασα την ψυχραιμία μου και συνέχισα το δρόμο μου χωρίς να του δώσω να καταλάβει ότι τον είχα ανακαλύψει. Απο 'κείνη τη στιγμή όπου και να πήγαινα ένοιωθα τα μάτια του, μόνιμα καρφωμένα στην πλάτη μου. Στην σχολή, στα καφέ, στις βόλτες, παντού. Όταν μάλιστα έλαβα μια ανώνυμη ανθοδέσμη με τριαντάφυλλα, φαντάστηκα σίγουρα ότι θα ήταν από αυτόν. Μάλιστα είχε και μια φράση του Όσκαρ Ουάϊλντ από "Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέϊ" γραμμένη σε μια κάρτα με κεφαλαία: "Η ομορφιά σου είναι αυταπόδεικτη..." Οποιαδήποτε γυναίκα σίγουρα θα κολακευόταν από κάτι τέτοιο αν δεν γνώριζε, ότι ο θείος Όσκαρ συνέχισε την φράση: "...ενώ η μεγαλοφυία χρειάζεται αποδείξεις..." Εν ολίγοις, για τον ψυχάκια "φίλο" μου, ήμουν μια όμορφη χαζή... Μετά απ' αυτό, αναγκάστηκα να περάσω στην αντεπίθεση. Θα χρησιμοποιούσα τα ίδια όπλα μ' εκείνον. Θα τον παρακολουθούσα και γω. Όταν σίγουρος πια ότι με άφηνε σπίτι μου επέστρεφε στο δικό του, τον ακολουθούσα και σιγά σιγά έμαθα και γω ράμματα για την γούνα του. Ζούσε μόνος του σε μια γκαρσονιέρα στο Ζωγράφου, Αγίας Ελένης 43 και όταν δεν ήταν ξωπίσω μου, σύχναζε στο σκακιστικό όμιλο Αμπελοκήπων, Μακρυνίτσας 12-14. Ασχολούνταν επαγγελματικά με το σκάκι. Αναρωτιέμαι μάλιστα τι εισοδήματα μπορεί να έχει κανείς από αυτή την ενασχόληση. Τέλοσπάντων, πρέπει να ήμουν το κέντρο του κόσμου του, γιατί δεν παρατήρησα άλλες δραστηριότητες. Αφού λοιπόν δεν μπόρεσα να βγάλω άκρη από την ιδιωτική ζωή του, αποφάσισα να τον κάνω να μου μιλήσει. Γιατί δεν σας το κρύβω, άρχισα να φοβάμαι ότι η βαλίτσα θα πήγαινε μακριά. Έτσι επιχείρησα δύο φορές να τον αιφνιδιάσω. Την πρώτη φορά καταλήξαμε σ' ένα λεωφορείο και αφού το επιδίωξα, κάθισα δίπλα του. Δεν μπορεί, σκέφτηκα, θα μου μιλήσει και θα ξηγηθούμε μια και καλή. Αλλά που τέτοια τύχη. Είχε κοκκαλώσει. Ο ιδρώτας στο αριστερό χέρι του, κυλούσε στο δεξί δικό μου. Που είχα μπλέξει?.. Αποφάσισα να τον βγάλω από το αδιέξοδο και να κάνω εγώ την αρχή, ζητώντας να κατεβάσει το κουρτινάκι στο παράθυρο. Προσποιήθηκα ότι ο ήλιος με ενοχλούσε. Αυτός με αδέξιες κινήσεις δοκίμασε να το τραβήξει, μέχρι που τό σπασε. Βρήκε μόνο να πει ότι ήταν μαγκωμένο. Την δεύτερη φορά τον πήρα από πίσω και μόλις είδα ότι θά μπαινε στο Ταχυδρομείο έτρεξα και τον πρόλαβα στην εξώπορτα. Τον κοίταξα συγκαταβατικά σα να του έλεγα ότι τώρα είναι η ευκαιρία σου. Ήταν ολοφάνερο όμως ότι είχα να κάνω με ερασιτέχνη. Παρέμεινε άγαλμα αγέλαστο και ακούνητο. Απλά, άνοιξε την πόρτα και μου πρόσφερε να περάσω. Εγώ με την σειρά μου, χαμογέλασα ειρωνικά και μπήκα μέσα - να κάνω άραγε τι? - ενώ αυτός, χωρίς να το καταλάβω, τσακώθηκε μ' έναν ηλικιωμένο. Ο τελευταίος κρατούσε την μύτη του και μέσα σε παραλήρημα έβριζε θεούς και δαίμονες. Χαρακτήρισε τον Αλέξανδρο τέντυ - μπόϊ και ζητούσε επίμονα να τον κουρέψουν γουλί και να τον περιφέρουν στις πλατείες για να μάθει τρόπους. Ένα ολόκληρο Ταχυδρομείο γελούσε μαζί του. Ο ίδιος ζήτησε συγνώμη και έφυγε τρέχοντας, ενώ εγώ για πρώτη φορά τον λυπήθηκα. Σήμερα είχα μάθημα ισπανικών και ήξερα ότι αυτός είναι απέξω και χαζεύει στο πάρκο. Πριν πάω στο φροντιστήριο,πήγα στο κομμωτήριο και χτένισα τα μαλλιά μου. Είχα αποφασίσει να το ρίξω έξω σήμερα. Να το κάψω. Να μεθύσω. Να ερωτευτώ τον πρώτο τυχόντα που θα με κεράσει ένα ποτό. Δεν ξέρω αν με νοιώθετε, αλλά κουράστηκα με όλα αυτά. Δεν μου αξίζει τέτοια συμπεριφορά, γαμώτο! Έτσι λοιπόν, όταν βγήκα από το φροντιστήριο ήμουν έτοιμη να τον αγνοήσω. Ποτέ δεν φανταζόμουν όμως, ότι θα αντίκρυζα τέτοιο θέαμα. Τον Αλέξανδρο με κατεβασμένα τα βρακιά και με το μόριο του στα χέρια, να μου φωνάζει σαν παλαβός. Μα για πια με πέρασε? Που το βρήκε τέτοιο θράσος? Αρκετά όμως. Ότι είχα να πω, το είπα. Τα υπόλοιπα, σας είναι γνωστά κυρ' Αστυνόμε!
- Αυτός ισχυρίζεται ότι κατουρούσε...
- Και μένα γιατί με φώναξε? Να θαυμάσω τα κάλλη του...
- Επίσης ισχυρίζεται ότι είναι πολύ ερωτευμένος μαζί σας?
- Τρίχες κατσαρές. Εγώ αυτό που ξέρω κυρ' Αστυνόμε είναι ότι όποιος ερωτευτεί τα μάλα μιλάει καθαρά και ξάστερα στο αντικείμενο του πόθου του και είναι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να κερδίσει ή να χάσει.
- Θα υποβάλετε μήνυση?
- Τι νόημα θά 'χει? Ξέρετε τι πιστεύω κύριε Αστυνόμε? Πως όλο αυτό είναι μια φούσκα. Ερωτεύτηκε μια ιδέα, ένα περίγραμμα της εικόνας μου. Για σκεφτείτε το λίγο... Αφού δεν με ξέρει καν...
- Μια φούσκα λοιπόν, που έσκασε...
- Όχι κύριε Αστυνόμε!
- Όχι...?
- Μια φούσκα που την πήρε ο αέρας. Πέταξε ψηλά και αφού έπεισε όλο το κόσμο ότι υπάρχει και βρίσκεται ανάμεσά μας, εξαφανίστηκε...
συνεχίζεται...
Όλα ξεκίνησαν πριν ένα μήνα, στο οδοντιατρείο του κυρίου Θανάση Ξαγοράρη που βρίσκεται στην Παπαδιαμαντοπούλου 240, στον 3ο όροφο. Δεν σας κρύβω ότι από παιδί έχω έναν φόβο απέναντι στους άντρες που φοράνε άσπρη ποδιά και αφού σου ρίχνουν έναν φωτεινό προβολέα στο κεφάλι σου, σε προστάζουν ν' ανοίξεις το στόμα. Για τον συγκεκριμμένο κύριο όμως, είχα εξαιρετικές συστάσεις και αφού έκλεισα ραντεβού, βρέθηκα στο γραφείο του μια Πέμπτη μεσημέρι. Έφτασα λίγο καθυστερημένα και έκατσα στα δεξιά ενός τριθέσιου δερμάτινου καναπέ στο χρώμα της ώχρας. Αριστερά μου, κάθονταν μία ηλικιωμένη γυναίκα αρκετά μαυρισμένη. Το κεφάλι της σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα ήταν μεγαλύτερο και ο ρυτιδιασμένος της λαιμός έμοιαζε ανήμπορος να το σηκώσει. Μιλούσε στο κινητό και χασκογελούσε. Απέναντι, σε μια πολυθρόνα ίδιου χρώματος με τον καναπέ, ένα αγόρι περίπου στην ηλικία μου, έδειχνε απορροφημένο διαβάζοντας με θρησκευτική ευλάβεια κάποιο περιοδικό. Είχα στην τσάντα μου, τον "Ηλίθιο" του Ντοστογέφσκι και σκέφτηκα να του ρίξω μια ματιά μέχρι να έρθει η δική μου σειρά. Μου φάνηκε όμως ότι δεν κόλλαγε με την ατμόσφαιρα και άλλαξα γνώμη. Γέλασα μάλιστα με τον εαυτό μου που έκανε αυτή την σκέψη. Ξαφνικά, ένοιωσα το βλέμμα του αγοριού να με παρατηρεί σχολαστικά. Να μ' εξετάζει εξονυχιστικά από πάνω μέχρι κάτω. Έβγαλα τα γυαλιά που φορούσα και τον κοίταξα κατάματα. Μάλλον ντράπηκε γιατί αμέσως ξαναρίχτηκε με μανία στο περιοδικό. Τότε τον πρόσεξα καλά και γω. Είχε ατημέλητα σγουρά μαύρα μαλλιά, μάτια καστανά σαν κουμπότρυπες και φαρδιά μύτη. Τα πρησμένα ζυγωματικά του, έπεφταν με φόρα πάνω στα μάγουλα που τα στόλιζε ένα αραιό μαύρο γενάκι. Από τους μορφασμούς στο πρόσωπό του, κατάλαβα ότι διαβάζει κάτι πολύ σοβαρό. Έμοιαζε να θέλει να το αποστηθίσει. Φορούσε ένα ροζ κοντομάνικο πουκάμισο, λευκή βερμούδα και μαύρες εσπαντρίγιες στα πόδια. Ξέρετε, τα παπούτσια που φορούν συνήθως οι συνταξιούχοι όταν υποφέρουν από κάλους στα πόδια. Όταν σταμάτησα να τον παρατηρώ, ξεκίνησε πάλι αυτός. Άρχισε να μου αρέσει όλο αυτό. Με κοιτούσε λες και ήθελε να με ανακαλύψει. Εξερευνούσε πόντο πόντο, κάθε σπιθαμή του εαυτού μου. Προς Θεού, μην πάει ο νους σας στο πονηρό και στο πρόστυχο. Το βλέμμα του είχε κάτι αθώο και ταυτόχρονα παιδικό. Μέχρι να τον φωνάξει ο γιατρός εξακολούθησε να με κοιτά σαν χαζοχαρούμενος. Όταν εδέησε και τον κάλεσε, έμαθα και πως τον λένε. Αλέξανδρος ήταν τ' όνομά του. Παράτησε το περιοδικό ανοικτό και μπήκε μέσα. Μου έκανε εντύπωση που δεν τό 'κλεισε και σκέφτηκα ότι ίσως ήθελε να μου περάσει υπόγεια ένα μήνυμα ή κάποιο τηλέφωνο τ' οποίο έγραψε στα πεταχτά. Σηκώθηκα λοιπόν με τρόπο και το πήρα στα χέρια μου. Έπεσα από τα σύννεφα όταν διαπίστωσα ότι τόση ώρα διάβαζε ένα χαζό άρθρο που συμβούλευε τους άντρες 20 τρόπους - Περίεργο γιατί 20? Γιατί όχι 18? Ή 21? - για να πηδήξουν πριν κλείσουν τα είκοσι. Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο άσχημα ένοιωσα εκείνη την στιγμή. Ποιο ηλίθια και από τον "Ηλίθιο" του Ντοστογέφσκι. Τά 'βαλα με τον εαυτό μου που νόμισα ότι αυτός ήταν διαφορετικός. Άλλα όλα τα γουρούνια την ίδια φάτσα έχουν. Δεν άφησα να με πάρει από κάτω και δεν έδωσα άλλη συνέχεια. Ξέρω ότι σας έχω κουράσει με όλες αυτές τις λεπτομέρειες αλλά σας υπόσχομαι ότι σύντομα θα καταλήξω. Μετά τ'οδοντιατρείο λοιπόν, θεώρησα το συμβάν λήξαν και συνέχισα την ζωή μου.
Δύο μέρες μετά, σε μια βιτρίνα που χάζευα κάτι γόβες, πρόσεξα από τον καθρέφτη του μαγαζιού το είδωλο του Αλέξανδρου. Ήταν ακριβώς απέναντι και με παρακολουθούσε. Πάγωσε το αίμα μου. Ο τύπος τελικά ήταν ψυχανώμαλος και γω μάλλον η ψύχωση του. Δεν έχασα την ψυχραιμία μου και συνέχισα το δρόμο μου χωρίς να του δώσω να καταλάβει ότι τον είχα ανακαλύψει. Απο 'κείνη τη στιγμή όπου και να πήγαινα ένοιωθα τα μάτια του, μόνιμα καρφωμένα στην πλάτη μου. Στην σχολή, στα καφέ, στις βόλτες, παντού. Όταν μάλιστα έλαβα μια ανώνυμη ανθοδέσμη με τριαντάφυλλα, φαντάστηκα σίγουρα ότι θα ήταν από αυτόν. Μάλιστα είχε και μια φράση του Όσκαρ Ουάϊλντ από "Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέϊ" γραμμένη σε μια κάρτα με κεφαλαία: "Η ομορφιά σου είναι αυταπόδεικτη..." Οποιαδήποτε γυναίκα σίγουρα θα κολακευόταν από κάτι τέτοιο αν δεν γνώριζε, ότι ο θείος Όσκαρ συνέχισε την φράση: "...ενώ η μεγαλοφυία χρειάζεται αποδείξεις..." Εν ολίγοις, για τον ψυχάκια "φίλο" μου, ήμουν μια όμορφη χαζή... Μετά απ' αυτό, αναγκάστηκα να περάσω στην αντεπίθεση. Θα χρησιμοποιούσα τα ίδια όπλα μ' εκείνον. Θα τον παρακολουθούσα και γω. Όταν σίγουρος πια ότι με άφηνε σπίτι μου επέστρεφε στο δικό του, τον ακολουθούσα και σιγά σιγά έμαθα και γω ράμματα για την γούνα του. Ζούσε μόνος του σε μια γκαρσονιέρα στο Ζωγράφου, Αγίας Ελένης 43 και όταν δεν ήταν ξωπίσω μου, σύχναζε στο σκακιστικό όμιλο Αμπελοκήπων, Μακρυνίτσας 12-14. Ασχολούνταν επαγγελματικά με το σκάκι. Αναρωτιέμαι μάλιστα τι εισοδήματα μπορεί να έχει κανείς από αυτή την ενασχόληση. Τέλοσπάντων, πρέπει να ήμουν το κέντρο του κόσμου του, γιατί δεν παρατήρησα άλλες δραστηριότητες. Αφού λοιπόν δεν μπόρεσα να βγάλω άκρη από την ιδιωτική ζωή του, αποφάσισα να τον κάνω να μου μιλήσει. Γιατί δεν σας το κρύβω, άρχισα να φοβάμαι ότι η βαλίτσα θα πήγαινε μακριά. Έτσι επιχείρησα δύο φορές να τον αιφνιδιάσω. Την πρώτη φορά καταλήξαμε σ' ένα λεωφορείο και αφού το επιδίωξα, κάθισα δίπλα του. Δεν μπορεί, σκέφτηκα, θα μου μιλήσει και θα ξηγηθούμε μια και καλή. Αλλά που τέτοια τύχη. Είχε κοκκαλώσει. Ο ιδρώτας στο αριστερό χέρι του, κυλούσε στο δεξί δικό μου. Που είχα μπλέξει?.. Αποφάσισα να τον βγάλω από το αδιέξοδο και να κάνω εγώ την αρχή, ζητώντας να κατεβάσει το κουρτινάκι στο παράθυρο. Προσποιήθηκα ότι ο ήλιος με ενοχλούσε. Αυτός με αδέξιες κινήσεις δοκίμασε να το τραβήξει, μέχρι που τό σπασε. Βρήκε μόνο να πει ότι ήταν μαγκωμένο. Την δεύτερη φορά τον πήρα από πίσω και μόλις είδα ότι θά μπαινε στο Ταχυδρομείο έτρεξα και τον πρόλαβα στην εξώπορτα. Τον κοίταξα συγκαταβατικά σα να του έλεγα ότι τώρα είναι η ευκαιρία σου. Ήταν ολοφάνερο όμως ότι είχα να κάνω με ερασιτέχνη. Παρέμεινε άγαλμα αγέλαστο και ακούνητο. Απλά, άνοιξε την πόρτα και μου πρόσφερε να περάσω. Εγώ με την σειρά μου, χαμογέλασα ειρωνικά και μπήκα μέσα - να κάνω άραγε τι? - ενώ αυτός, χωρίς να το καταλάβω, τσακώθηκε μ' έναν ηλικιωμένο. Ο τελευταίος κρατούσε την μύτη του και μέσα σε παραλήρημα έβριζε θεούς και δαίμονες. Χαρακτήρισε τον Αλέξανδρο τέντυ - μπόϊ και ζητούσε επίμονα να τον κουρέψουν γουλί και να τον περιφέρουν στις πλατείες για να μάθει τρόπους. Ένα ολόκληρο Ταχυδρομείο γελούσε μαζί του. Ο ίδιος ζήτησε συγνώμη και έφυγε τρέχοντας, ενώ εγώ για πρώτη φορά τον λυπήθηκα. Σήμερα είχα μάθημα ισπανικών και ήξερα ότι αυτός είναι απέξω και χαζεύει στο πάρκο. Πριν πάω στο φροντιστήριο,πήγα στο κομμωτήριο και χτένισα τα μαλλιά μου. Είχα αποφασίσει να το ρίξω έξω σήμερα. Να το κάψω. Να μεθύσω. Να ερωτευτώ τον πρώτο τυχόντα που θα με κεράσει ένα ποτό. Δεν ξέρω αν με νοιώθετε, αλλά κουράστηκα με όλα αυτά. Δεν μου αξίζει τέτοια συμπεριφορά, γαμώτο! Έτσι λοιπόν, όταν βγήκα από το φροντιστήριο ήμουν έτοιμη να τον αγνοήσω. Ποτέ δεν φανταζόμουν όμως, ότι θα αντίκρυζα τέτοιο θέαμα. Τον Αλέξανδρο με κατεβασμένα τα βρακιά και με το μόριο του στα χέρια, να μου φωνάζει σαν παλαβός. Μα για πια με πέρασε? Που το βρήκε τέτοιο θράσος? Αρκετά όμως. Ότι είχα να πω, το είπα. Τα υπόλοιπα, σας είναι γνωστά κυρ' Αστυνόμε!
- Αυτός ισχυρίζεται ότι κατουρούσε...
- Και μένα γιατί με φώναξε? Να θαυμάσω τα κάλλη του...
- Επίσης ισχυρίζεται ότι είναι πολύ ερωτευμένος μαζί σας?
- Τρίχες κατσαρές. Εγώ αυτό που ξέρω κυρ' Αστυνόμε είναι ότι όποιος ερωτευτεί τα μάλα μιλάει καθαρά και ξάστερα στο αντικείμενο του πόθου του και είναι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να κερδίσει ή να χάσει.
- Θα υποβάλετε μήνυση?
- Τι νόημα θά 'χει? Ξέρετε τι πιστεύω κύριε Αστυνόμε? Πως όλο αυτό είναι μια φούσκα. Ερωτεύτηκε μια ιδέα, ένα περίγραμμα της εικόνας μου. Για σκεφτείτε το λίγο... Αφού δεν με ξέρει καν...
- Μια φούσκα λοιπόν, που έσκασε...
- Όχι κύριε Αστυνόμε!
- Όχι...?
- Μια φούσκα που την πήρε ο αέρας. Πέταξε ψηλά και αφού έπεισε όλο το κόσμο ότι υπάρχει και βρίσκεται ανάμεσά μας, εξαφανίστηκε...
συνεχίζεται...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου